Η νέα επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία (12-14/09/2022) |
Γιώργος Μενεσιάν, διεθνολόγος Στις 12 Σεπτεμβρίου, οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν εξαπέλυσαν μια ευρείας κλίμακας επίθεση στη Δημοκρατία της Αρμενίας. Το καθεστώς Αλίεφ επιτέθηκε στην Αρμενία, παρά το γεγονός ότι οι δύο πλευρές συνομιλούσαν για την επίλυση των διμερών τους ζητημάτων —δεκαπέντε ημέρες πριν την αζερική επίθεση, Αλίεφ και Πασινιάν συναντήθηκαν στις Βρυξέλλες. Τα ξημερώματα της 12ης Σεπτεμβρίου, οι Αζέροι επιτέθηκαν στις αρμενικές περιφέρειες Σιουνίκ, Βαγιότς Τσορ και Γεγαρκουνίκ. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων, το Αζερμπαϊτζάν χρησιμοποίησε μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) και βαρύ πυροβολικό. Οι αζερικές δυνάμεις δεν στόχευσαν αποκλειστικά εναντίον στρατιωτικών δυνάμεων: 37 πόλεις, χωριά και οικισμοί χτυπήθηκαν κατά τη διάρκεια των διήμερων συγκρούσεων, με αποτέλεσμα τη μερική ή και ολική καταστροφή μη στρατιωτικών κατασκευών και υποδομών. Πιο συγκεκριμένα, περισσότερες από 200 κατοικίες υπέστησαν ζημιές ενώ δεκάδες καταστράφηκαν ολοσχερώς. Χτυπήθηκαν επίσης σχολεία, δημόσια κτήρια, ξενοδοχειακές μονάδες, αγροτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες, οχήματα ιδιωτικής χρήσης, ασθενοφόρα αλλά και μια αποστολή Αρμενίων και ξένων δημοσιογράφων στο Γεγαρκουνίκ. Επιπλέον, η μονάδα ηλεκτρικής παραγωγής στην πόλη Τζερμούκ (περιφέρεια Βαγιότς Τσορ) υπέστη σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα ολόκληρη η περιοχή να μείνει χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα. Ζημιές υπέστησαν επίσης αγωγοί που τροφοδοτούσαν με φυσικό αέριο τα χωριά Βαγαχακατούρ και Τεγ (περιφέρεια Σιουνίκ), ενώ ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου στο χωριό Σοτκ (περιφέρεια Γεγαρκουνίκ) καταστράφηκε πλήρως. Ταυτόχρονα με τον βομβαρδισμό κατοικημένων περιοχών, ο αζερικός στρατός διείσδυσε 7,5 χιλιόμετρα στην αρμενική ενδοχώρα και προχώρησε στην παράνομη κατάληψη 10 τ.χλμ. εδάφους στην περιφέρεια Βαγιότς Τσορ. Υπενθυμίζεται ότι το Αζερμπαϊτζάν είχε προχωρήσει ξανά στην παράνομη κατάληψη αρμενικών εδαφών την άνοιξη του 2021 στις περιφέρειες Σιουνίκ και Γεγαρκουνίκ. Στις 15 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πίεση της διεθνούς κοινότητας, το Αζερμπαϊτζάν δέχτηκε να σταματήσει τις εχθροπραξίες εναντίον της Αρμενίας, και έτσι τέθηκε σε ισχύ μια νέα κατάπαυση του πυρός. Η επίθεση οδήγησε στον θάνατο 202 Αρμενίων στρατιωτών και 4 αμάχων καθώς και στον τραυματισμό 293 στρατιωτών και 7 αμάχων, ενώ τουλάχιστον 20 Αρμένιοι στρατιώτες αιχμαλωτίστηκαν από τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν. Η αζερική επίθεση ανάγκασε επίσης περισσότερους από 7.600 πολίτες να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Oι νέες ισορροπίες Το Μπακού κατηγορείται για παραβίαση του Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου και για διάπραξη εγκλημάτων πολέμου. Με την πρόσφατη επίθεσή του εναντίον της Αρμενίας παραβίασε την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της τελευταίας, ενώ η καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου συνεχίζεται με την παράνομη παραμονή αζερικών στρατευμάτων στα εδάφη της Αρμενίας. Η στοχοποίηση αμάχων, ο βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών καθώς και η εκτέλεση αιχμαλώτων πολέμου συνηγορούν υπέρ των κατηγοριών αυτών. Το ερώτημα είναι γιατί το Αζερμπαϊτζάν επιτέθηκε τώρα; Η απάντηση είναι επειδή μπορεί. Του το επιτρέπουν οι νέες ισορροπίες ισχύος μετά τον πόλεμο του 2020, η υποστήριξη της Τουρκίας, η στάση της Ρωσίας και οι παρούσες γεωπολιτικές συνθήκες, οι οποίες επηρεάζονται κυρίως από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Σκοπός του καθεστώτος Αλίεφ είναι να επιβάλει στην Αρμενία μια συνθήκη «ειρήνης» που θα ικανοποιεί όλα τα μονομερή αιτήματα του Μπακού. Το αζερικό καθεστώς γνωρίζει ότι οι διαπραγματεύσεις και η διπλωματία δεν θα φέρουν τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, καθώς διαπραγμάτευση σημαίνει συμβιβασμός, και το Μπακού θέλει να τα πάρει όλα χωρίς να δώσει τίποτα. Επιπλέον, το Αζερμπαϊτζάν γνωρίζει ότι ορισμένοι από τους όρους που θέτει στην Αρμενία δεν πρόκειται να γίνουν αποδεκτοί από το Γερεβάν. Γι’ αυτό και το καθεστώς αποφάσισε να προχωρήσει, για ακόμη μία φορά, σε χρήση βίας. Τι θέλει το Αζερμπαϊτζάν; Την οριστική επίλυση του ζητήματος του Αρτσάχ που δεν θα προβλέπει κανένα ειδικό καθεστώς ή δικαιώματα για τον αρμενικό πληθυσμό της περιοχής. Βασικό αίτημα του Μπακού αποτελεί η διάλυση του αμυντικού στρατού του Αρτσάχ, ενώ παράλληλα απαιτεί τη δημιουργία ενός διαδρόμου στη Νότια Αρμενία για τη διασύνδεση του αζερικού θύλακα Ναχιτσεβάν με το υπόλοιπο Αζερμπαϊτζάν. Η Αρμενία δεν απορρίπτει το άνοιγμα των συνόρων. Όμως το Μπακού θέλει ο διάδρομος αυτός να διέπεται από ένα ειδικό καθεστώς και να μην ελέγχεται από την Αρμενία, παρά το γεγονός ότι θα βρίσκεται στα εδάφη της. Τέλος, ένα από τα βασικά αιτήματα του Αζερμπαϊτζάν είναι η υπογραφή μιας συμφωνίας για την οριστική οριοθέτηση των αρμενο-αζερικών συνόρων η οποία όμως θα ικανοποιεί το Μπακού και θα περιλαμβάνει την εισχώρηση αρμενικών εδαφών στο Αζερμπαϊτζάν. Τα αιτήματα αυτά, όπως γίνεται αντιληπτό, δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά από την Αρμενία. Η αποδοχή των όρων αυτών θα σηματοδοτούσε την οριστική καταστροφή του αρμενικού στοιχείου στο Αρτσάχ καθώς και τη δημιουργία νέας, ακόμη πιο αδύναμης Αρμενίας που δεν θα αποτελεί, ουσιαστικά, ένα κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Το καθεστώς Αλίεφ γνωρίζει ότι τα αιτήματά του δεν θα γίνουν εύκολα αποδεκτά, γι’ αυτό και αποφάσισε να επιτεθεί στην Αρμενία, όπως επιτέθηκε στο Αρτσάχ τον περασμένο Αύγουστο. Είναι δε εξαιρετικά πιθανό να επιτεθεί ξανά για να πιέσει περαιτέρω την Αρμενία να συνθηκολογήσει. Η στάση της διεθνούς κοινότητας Το ερώτημα που ίσως έρχεται στο μυαλό του αναγνώστη διαβάζοντας τα παραπάνω είναι το εξής: Μπορεί το Αζερμπαϊτζάν να κάνει ό,τι θέλει χωρίς καμία επίπτωση; Ο υπόλοιπος κόσμος δεν θα αντιδράσει σε περίπτωση μιας νέας επίθεσης; Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στην επίθεση της 12ης Σεπτεμβρίου δεν ήταν επαρκής. Η στοχοποίηση αμάχων και η παραβίαση της εδαφικής ακεραιότητας της Αρμενίας καταδικάστηκαν από κάποιες χώρες, όπως οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Κύπρος, η Νορβηγία, η Ιρλανδία και η Ινδία. Η πρεσβεία του Ηνωμένου Βασιλείου στην Αρμενία καταδίκασε την εκτέλεση Αρμενίων αιχμαλώτων πολέμου από Αζέρους στρατιώτες, ενώ το Ιράν προειδοποίησε το Αζερμπαϊτζάν ότι δεν θα δεχτεί την αλλαγή των συνόρων στον Καύκασο. Ακόμη, δεκάδες ευρωβουλευτές, μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου και άλλοι δυτικοί πολιτευτές καταδίκασαν το Αζερμπαϊτζάν και ζήτησαν από τις κυβερνήσεις τους να πράξουν το ίδιο. Η πλειοψηφία, ωστόσο, των κρατών εξέφρασαν απλώς την ανησυχία τους και ζήτησαν από τις δύο πλευρές να συνεχίσουν τον διάλογο. Η Ρωσία αρνήθηκε να καταδικάσει την αζερική επίθεση και να συνδράμει την Αρμενία, η οποία απευθύνθηκε στη Μόσχα για βοήθεια επικαλούμενη τη ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής του 1997 και το Άρθρο 4 της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας. Η δε Τουρκία υποστήριξε το Αζερμπαϊτζάν τόσο πολιτικά όσο και με την παροχή μη επανδρωμένων αεροσκαφών και την αποστολή στρατιωτικών συμβούλων στο Μπακού λίγες ημέρες πριν το Αζερμπαϊτζάν επιτεθεί στην Αρμενία. Η αντίδραση των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αντιδράσεις των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αρχικά, οι ΗΠΑ τήρησαν μια πολιτική ίσων αποστάσεων, όπως αποδεικνύουν οι πρώτες δηλώσεις του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν. Στην πορεία, και μετά την καταφανή στοχοποίηση μη στρατιωτικών στόχων, οι ΗΠΑ αντέδρασαν πιο αποφασιστικά. Κατά την επίσκεψή της στο Γερεβάν στις 18 Σεπτεμβρίου, η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ Νάνσι Πελόζι καταδίκασε το Αζερμπαϊτζάν και δήλωσε ότι η προεδρία Μπάιντεν τάσσεται στο πλευρό της Αρμενίας. Η πρέσβης των ΗΠΑ στην Αρμενία επισκέφθηκε επίσης τις περιοχές που χτυπήθηκαν από το Αζερμπαϊτζάν, ενώ αρμενικές πηγές αναφέρουν ότι το Αζερμπαϊτζάν αναγκάστηκε να δεχτεί την κατάπαυση του πυρός μετά από πιέσεις των ΗΠΑ. Ο πρωταρχικός στόχος των Αμερικανών είναι η απομάκρυνση της Ρωσίας από την Αρμενία και τον Νότιο Καύκασο. Ωστόσο, οι ΗΠΑ, υπό τον Μπάιντεν, προσπαθούν να υποστηρίζουν χώρες υπό δημοκρατική μετάβαση και να καταδικάζουν ενέργειες που παραβιάζουν την κυριαρχία κρατών. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να διαδραματίζει και η δραστηριότητα του αρμενικού λόμπι στην Ουάσιγκτον. Η υποστήριξη στην Αρμενία αποτελεί και ένα μήνυμα στην Τουρκία, η οποία συνεχίζει να διατηρεί στενές σχέσεις με τη Ρωσία, πάρα τα γεγονότα στην Ουκρανία. Η Γαλλία είναι ο στενότερος δυτικός σύμμαχος της Αρμενίας. Η γαλλική κυβέρνηση ήταν από τις πρώτες που καταδίκασαν την αζερική επίθεση. Αμέσως μετά την έναρξη της επίθεσης, η Γαλλία συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την κατάσταση στα σύνορα Αρμενίας – Αζερμπαϊτζάν, στο πλαίσιο της οποίας και καταδίκασε, για άλλη μία φορά, την αζερική προκλητικότητα. Στις 26 Σεπτεμβρίου, ο πρωθυπουργός της Αρμενίας Νιγκόλ Πασινιάν επισκέφθηκε το Παρίσι και συναντήθηκε με τον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, ο οποίος εξέφρασε την αμέριστη συμπαράστασή του στην Αρμενία. Η Γαλλία φαίνεται ότι προσπαθεί να αυξήσει την παρουσία της στον Καύκασο και να βοηθήσει την Αρμενία. Σε αντίθεση με τη στάση των ΗΠΑ και της Γαλλίας, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) δεν αντέδρασε στην επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία. Όλοι οι κορυφαίοι αξιωματούχοι της ΕΕ κάλεσαν για μια διπλωματική λύση χωρίς καν να ονοματίσουν την επιτιθέμενη πλευρά. Μάλιστα, δύο εβδομάδες μετά την επίθεση, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν χαρακτήρισε τον Αλίεφ «αξιόπιστο εταίρο» της Ευρώπης. Πριν από λίγους μήνες, η ΕΕ προχώρησε στην υπογραφή μιας συμφωνίας με το Αζερμπαϊτζάν για την παροχή μεγαλύτερων ποσοτήτων αζερικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη, σε μια προσπάθεια απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο ένεκα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία. Η αυξανόμενη ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από το Αζερμπαϊτζάν, τη στιγμή μάλιστα που η ήπειρος βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ενεργειακή κρίση, έχει ως αποτέλεσμα τη χλιαρή αντίδραση των Ευρωπαίων στην αζερική επιθετικότητα και την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου από το Μπακού. Οι μόνες χώρες-μέλη της ΕΕ που καταδίκασαν ανοιχτά και σε όλους τους τόνους την αζερική επιθετικότητα ήταν η Γαλλία, η Ελλάδα, η Κύπρος και η Λιθουανία. Χαρακτηριστική ήταν η επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια στο Γερεβάν στις 27 Σεπτεμβρίου. Παρά τις αρχικές, σχετικά ουδέτερες, δηλώσεις του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, ο Νίκος Δένδιας επεσήμανε με σαφήνεια ότι η Ελλάδα καταδικάζει την αζερική επίθεση και στέκεται στο πλευρό της Αρμενίας και του αρμενικού λαού. O Καύκασος στην παγκόσμια τεκτονική σκακιέρα Η Ρωσία βρίσκεται σε αρκετά δύσκολη θέση. Η αζερική επίθεση πραγματοποιήθηκε μετά την ήττα των Ρώσων στο Χάρκοβο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την παρουσία της Μόσχας στον Καύκασο, σε μια περιοχή που παραδοσιακά βρίσκεται στη ρωσική σφαίρα επιρροής. Η Ρωσία δεν θέλει ούτε μπορεί να συνδράμει στρατιωτικά την Αρμενία. Δεν θέλει διότι διατηρεί στενές σχέσεις με το Μπακού και την Άγκυρα, και δεν μπορεί διότι παλεύει να κρατήσει όσα έχει κερδίσει στην Ουκρανία. Το Κρεμλίνο δεν καταδίκασε ποτέ την αζερική επιθετικότητα και, όπως προαναφέραμε, δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της Αρμενίας για στρατιωτική συνδρομή. Το ίδιο ισχύει και για τον υπό ρωσικό έλεγχο Οργανισμό της Συνθήκης Συλλογικής Ασφαλείας (ΟΣΣΑ). Τα μέλη του ΟΣΣΑ, τα οποία διατηρούν στενές σχέσεις με το Μπακού, αρνήθηκαν να συνδράμουν την Αρμενία, ενώ ο γενικός γραμματέας του οργανισμού δέχτηκε να επισκεφθεί την Αρμενία μόνο μετά το πέρας των εχθροπραξιών. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Ρωσία αρνείται να συνδράμει τους Αρμένιους και να τηρήσει τα συμφωνηθέντα. Το ίδιο συνέβη και τον Μάιο του 2021, όταν οι αζερικές δυνάμεις επιτέθηκαν στην Αρμενία, όπως επίσης και τον περασμένο Αύγουστο, όταν οι Ρώσοι «κυανόκρανοι» αρνήθηκαν να εμποδίσουν την προέλαση των αζερικών δυνάμεων στο Αρτσάχ. Η επίθεση του Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία καθώς και οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας καταδεικνύουν τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον Καύκασο και στην παγκόσμια σκακιέρα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Η Αρμενία βρίσκεται πράγματι σε δύσκολη θέση, και οι δηλώσεις υποστήριξης από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία μπορεί να είναι εξαιρετικά θετικές, όμως δεν βοηθούν στην προστασία των αρμενικών συνόρων. Η εξάρτηση της Αρμενίας και των αρμενικών ενόπλων δυνάμεων από τη Ρωσία είναι προβληματική και εμποδίζει την περαιτέρω αμυντική συνεργασία Αρμενίας – Δύσης. Η Αρμενία βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι και πρέπει να αποφασίσει για το μέλλον της. Οι αλλαγές που έφεραν ο πόλεμος του 2020 και ο εν εξελίξει πόλεμος στην Ουκρανία είναι τεκτονικές. Το Αζερμπαϊτζάν δεν θα σταματήσει την επιθετική του πολιτική, παρά το γεγονός ότι οι συνομιλίες με την αρμενική πλευρά δεν έχουν πάψει, ακόμη και μετά την επίθεση της 12ης Σεπτεμβρίου. Γι’ αυτό και η Αρμενία πρέπει να είναι έτοιμη για να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που βιώνει από τις πολιτικές του αρμενοφοβικού καθεστώτος Αλίεφ, χωρίς όμως να απορρίπτει τις ευκαιρίες που δίνονται για την ειρηνική επίλυση των διμερών ζητημάτων. Θα κλείσω λέγοντας ότι η Αρμενία χρειάζεται αληθινούς συμμάχους και ενότητα, τόσο μεταξύ των Αρμενίων πολιτών όσο και μεταξύ Αρμενίας και Διασποράς. Προς το παρόν δεν έχει τίποτα από τα δύο και αυτό καθιστά τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερο.
|