Η Αρμενία μετά τις εκλογές |
Γιώργος Μενεσιάν - Διεθνολόγος/Αναλυτής Μάιος- Αύγουστος 2021, τεύχος 107 Στις 20 Ιουνίου, οι Αρμένιοι πολίτες προσήλθαν στις κάλπες για να ψηφίσουν στις, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, πιο κρίσιμες εκλογές στην ιστορία της σύγχρονης Δημοκρατίας της Αρμενίας. Οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε ένα κλίμα διχασμού και προκηρύχθηκαν με σκοπό να τερματίσουν την πολιτική κρίση που ξέσπασε μετά την ήττα της Αρμενίας στον πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν και την υπογραφή της συμφωνίας της 10ης Νοεμβρίου. Δεν είναι η πρώτη φορά που η Αρμενία βρίσκεται σε τέτοια πολιτική κρίση. Να θυμίσω τις βουλευτικές εκλογές του 1995, στις οποίες η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία (ή Τασνακτσουτιούν) δεν κατάφερε να συμμετάσχει καθώς τέθηκε αυθαίρετα εκτός νόμου, ή τις προεδρικές εκλογές του 1996, όπου το αποτέλεσμα ήταν αμφιλεγόμενο, αλλά και τις προεδρικές εκλογές του 2008, τις οποίες ακολούθησαν διαδηλώσεις και αναταραχές που οδήγησαν στην παρέμβαση του στρατού και στον θάνατο οκτώ διαδηλωτών. Όμως οι πρόσφατες εκλογές έχουν το εξής χαρακτηριστικό που τις καθιστά πιο κρίσιμες από κάθε άλλη εκλογική διαδικασία: πραγματοποιήθηκαν μετά από μια εθνική καταστροφή στο Αρτσάχ, με χιλιάδες νεκρούς και την απώλεια σημαντικών εδαφών και πόλεων, όπως το Χατρούτ και το Σουσί. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ώρα της διενέργειας των εκλογών, 200 περίπου Αρμένιοι αιχμάλωτοι πολέμου βρίσκονταν στο Μπακού, 13 εκ των οποίων δικάζονται με παράνομο τρόπο. Και το σημαντικότερο, τη στιγμή που ο αρμενικός λαός ήταν διχασμένος, 1.000 περίπου Αζέροι στρατιώτες βρίσκονταν στην αρμενική επικράτεια, παραβιάζοντας την εδαφική ακεραιότητα της Αρμενίας. Έτσι, οι εκλογές αυτές ήταν εξαιρετικά κρίσιμες για την επόμενη ημέρα στην Αρμενία. Παρά τη σκληρή ρητορική εκ μέρους των κομμάτων, οι εκλογές διεξήχθησαν χωρίς εντάσεις, και οι διεθνείς παρατηρητές έκαναν λόγο για ελεύθερες και δίκαιες εκλογές, αν και υπήρξαν αναφορές για μεμονωμένες περιπτώσεις παραβίασης των κανονισμών, κυρίως στην αρμενική επαρχία. Το αποτέλεσμα των εκλογών δεν ήταν αναμενόμενο. Η πλειοψηφία των προεκλογικών δημοσκοπήσεων όχι μόνο δεν κατάφερε να προβλέψει το αποτέλεσμα, αλλά παρουσίαζε μια εικόνα πολύ διαφορετική από την πραγματικότητα. Αρκετοί πιστεύαμε ότι το κόμμα του Νιγκόλ Πασινιάν θα συνεχίσει να είναι η πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας. Λίγοι όμως περίμεναν να δουν μια διαφορά περίπου 33 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου κόμματος. Παρά τη μεγάλη συσπείρωση, τη δυναμική παρουσία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις μεγαλειώδεις προεκλογικές συγκεντρώσεις, ο εκλογικός συνασπισμός του πρώην προέδρου Ρομπέρτ Κοτσαριάν «Συμμαχία Αρμενία» (στην οποία συμμετέχει και το Τασνακτσουτιούν) συγκέντρωσε το 21,06% των ψήφων, την ώρα που ο Πασινιάν κέρδισε τις εκλογές με ποσοστό 53,96%. Τρίτο κόμμα/συνασπισμός που κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 5% και να εισέλθει στο κοινοβούλιο ήταν ο εκλογικός συνασπισμός «Έχω τιμή» του πρώην προέδρου και πρωθυπουργού Σερζ Σαρκισιάν. Όσο για τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης της προηγούμενης κοινοβουλευτικής περιόδου, τη συντηρητική και φιλορωσική «Ευημερούσα Αρμενία» του ολιγάρχη Γκαγκίκ Τζαρουκιάν και τη φιλελεύθερη και φιλοευρωπαϊκή «Φωτεινή Αρμενία» του δικηγόρου Εντμόν Μαρουκιάν, δεν κατάφεραν να εισέλθουν στη Βουλή. Ειδικότερα, η αποτυχία του Τζαρουκιάν σηματοδοτεί μια πολιτική αλλαγή στην Αρμενία, καθώς από το 2007, όταν ίδρυσε την «Ευημερούσα Αρμενία», ο Τζαρουκιάν πάντοτε εξασφάλιζε τη δεύτερη θέση στις βουλευτικές εκλογές.
Τα αποτελέσματα των εκλογών της 20ής Ιουνίου
Όμως τι μας δείχνει το αποτέλεσμα των εκλογών για την εσωτερική κατάσταση στην Αρμενία; Πρώτον, τόσο η προεκλογική περίοδος όσο και το ίδιο το αποτέλεσμα δείχνουν ότι οι εκλογές αυτές χαρακτηρίστηκαν από μια προσωπική διαμάχη μεταξύ των δύο ηγετών, και όχι μεταξύ ιδεολογιών ή πολιτικών επιλογών. Επρόκειτο για μια αναμέτρηση μεταξύ του Νιγκόλ και του Ρομπέρτ, οι οποίοι φυσικά συμβολίζουν το νέο και το παλαιό. Είναι γεγονός ότι πολλοί ψήφισαν τον Πασινιάν -και ας μην ήθελαν- μόνο και μόνο για να μην επιστρέψει στην εξουσία ο Κοτσαριάν. Εξάλλου, μιλάμε για μια κόντρα προσωπική: το 2008 ο Κοτσαριάν φυλάκισε τον Πασινιάν για τη συμμετοχή του στις διαδηλώσεις, ενώ το 2018, επί πρωθυπουργίας Πασινιάν, ο Κοτσαριάν καταδικάστηκε και φυλακίστηκε για την αιματηρή τροπή των γεγονότων του 2008. Οι εκλογές έδειξαν επίσης ότι η κοινωνία επιμένει στις βασικές αρχές της «Βελούδινης Επανάστασης» του 2018, παρά το γεγονός ότι ο Πασινιάν ως πρωθυπουργός δεν εφάρμοσε την ατζέντα που με ζήλο παρουσίαζε στους δρόμους και στις πλατείες το 2018. Οι Αρμένιοι δεν επιθυμούν την επιστροφή της παλαιάς, διεφθαρμένης και ημι-αυταρχικής πολιτικής ελίτ την οποία εκπροσωπούν ο Κοτσαριάν και ο Σαρκισιάν, δηλαδή τη λεγόμενη «κλίκα ή φατρία του Καραμπάχ». Στο μυαλό πολλών Αρμενίων, η ελίτ αυτή ευθύνεται για τα οικονομικά προβλήματα της Αρμενίας, τη μετανάστευση εκατοντάδων χιλιάδων Αρμενίων στη Ρωσία και στη Δύση. Το αξιοσημείωτο είναι ότι όσοι τάσσονται κατά του Κοτσαριάν πιστεύουν ότι αυτός και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι του παλαιού καθεστώτος έχουν τις ίδιες ή και μεγαλύτερες ευθύνες από τον Πασινιάν για την ήττα στο Αρτσάχ. Και αυτό διότι τις προηγούμενες δύο δεκαετίες οι Κοτσαριάν και Σαρκισιάν δεν εκσυγχρόνισαν τις ένοπλες δυνάμεις ούτε τα επιχειρησιακά δόγματα του στρατού, ούτε φρόντισαν να επενδύσουν σε πιο «έξυπνους» και όχι τόσο δαπανηρούς εξοπλισμούς, όπως τα μη επανδρωμένα σκάφη, ενώ παράλληλα αρνούνταν να βρουν κάποιας άλλης μορφής λύση με το Αζερμπαϊτζάν. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι πιστεύουν ότι οι πιστοί στο παλαιό καθεστώς στρατιωτικοί και στρατιώτες εγκατέλειψαν το Αρτσάχ, με αποτέλεσμα να χάσει η Αρμενία τον πόλεμο και να σκοτωθούν τόσες χιλιάδες νέοι άνθρωποι. Από την άλλη, ο σκληρός πυρήνας των υποστηρικτών του παλαιού καθεστώτος θεωρεί τον Πασινιάν προδότη, καθώς αυτός διατάραξε τις σχέσεις με τη Ρωσία, αγόρασε ρωσικά αεροσκάφη χωρίς να εξασφαλίσει τα απαραίτητα πυρομαχικά, απέρριψε τη συμφωνία που του προσέφερε ο Ρώσος πρόεδρος Πούτιν τον Οκτώβριο του 2020, υπέγραψε τη συμφωνία της 10ης Νοεμβρίου, η οποία παραχωρεί στο Αζερμπαϊτζάν τα 2/3 της Δημοκρατίας του Αρτσάχ, και δεν αντέδρασε όταν το Αζερμπαϊτζάν παραβίασε την κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της Αρμενίας. Οι εκλογές έδειξαν επίσης ότι οι ιδέες των φιλοευρωπαϊκών, φιλοδυτικών ή αντιρωσικών δυνάμεων δεν έχουν έρεισμα στην αρμενική κοινωνία. Τα αμιγώς φιλοδυτικά και αντιρωσικά κόμματα συγκέντρωσαν το 2,29% των ψήφων, ενώ αν προσθέσουμε και τα κόμματα που είναι μεν φιλοευρωπαϊκά αλλά όχι κατά της Ρωσίας, το ποσοστό αγγίζει το 8,5-9%, την ώρα που τα κόμματα τα οποία υποστηρίζουν ανοικτά την ανάγκη για τη μεγαλύτερη δυνατή συνεργασία με τη Ρωσία συγκέντρωσαν το 31,75% των ψήφων. Τα δύο ερωτήματα που προκύπτουν στο σημείο αυτό είναι τα εξής: Τελείωσε η πολιτική κρίση στην Αρμενία με τις εκλογές; Και αν ναι, ποιες προκλήσεις έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση Πασινιάν; Η πολιτική κρίση φαίνεται να έχει τελειώσει, καθώς έχουμε αυτοδυναμία και ο κόσμος δεν βγαίνει πια στους δρόμους. Μπορεί ο Κοτσαριάν να αμφισβήτησε το αποτέλεσμα και να απευθύνθηκε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, όμως το γεγονός ότι η διαφορά με τον Πασινιάν είναι κοντά στο 33% δεν του δίνει και πολλές δυνατότητες για ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος. Ο Πασινιάν συναντήθηκε με τους αρχηγούς των μικρών εξωκοινοβουλευτικών κομμάτων επιθυμώντας να επιταχύνει τις διαδικασίες για να πάρει την ψήφο εμπιστοσύνης από την Εθνική Συνέλευση και να σχηματίσει τη νέα του κυβέρνηση. Ο πρωθυπουργός της Αρμενίας κατάφερε και επιβίωσε παρά την ήττα στο Αρτσάχ. Όμως οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει είναι πολλές. Στο εσωτερικό καλείται να βρει λύσεις για τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα. Η οικονομία της Αρμενίας, μιας περίκλειστης χώρας χωρίς ορυκτό πλούτο και αποκλεισμένης από την Τουρκία και το Αζερμπαϊτζάν, χτυπήθηκε σκληρά από τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας του κορονοϊού και φυσικά από τον πρόσφατο πόλεμο στο Αρτσάχ. Ο Πασινιάν καλείται να επουλώσει τις πληγές αυτές με μεταρρυθμίσεις, με την προσέλκυση επενδύσεων και, αν χρειαστεί, με τη βοήθεια από την Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Το οικονομικό κομμάτι συνδέεται άρρηκτα με το πολιτικό. Η αρμενική διασπορά έχει τη δυνατότητα να επενδύσει στην Αρμενία και να συμβάλει στην οικονομική της ανάπτυξη. Όμως ο Πασινιάν θα πρέπει να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με το Τασνακτσουτιούν, το οποίο κυριαρχεί στα πολιτικά πράγματα της Διασποράς. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο πρωθυπουργός επιτέθηκε σφοδρά κατά του Τασνακτσουτιούν εξαιτίας της απόφασής του να στηρίξει τον Κοτσαριάν. Παράλληλα, στο επόμενο διάστημα θα δοθεί η ευκαιρία στον Πασινιάν να αποδείξει ότι μπορεί να προχωρήσει επιτέλους με τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που έχει υποσχεθεί για τη δημόσια διοίκηση, τη δικαιοσύνη και το στράτευμα. Με λίγα λόγια, ο Πασινιάν αναλαμβάνει το δύσκολο έργο του εκδημοκρατισμού της μετασοβιετικής Αρμενίας. Για να το καταφέρει αυτό, ωστόσο, θα πρέπει να εγκαταλείψει τον λαϊκισμό και τη ρητορική μίσους κατά των αντιπάλων του. Φυσικά, η νέα κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει και βαρυσήμαντα εξωτερικά ζητήματα. Προτεραιότητα της νέας ηγεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών πρέπει να είναι η επιστροφή των αιχμαλώτων πολέμου και η αποχώρηση των αζερικών στρατευμάτων από τα εδάφη της Αρμενίας. Η Αρμενία θα πρέπει να τηρήσει τη συμφωνία της 10ης Νοεμβρίου, να βρει λύσεις αναφορικά με την ασφαλή διασύνδεση της χώρας με το Αρτσάχ (επομένως να πιέσει για την κατασκευή του νέου δρόμου που θα παρακάμπτει το υπό αζερικό έλεγχο Σουσί) και να διαπραγματευτεί με προσοχή τις συνθήκες υπό τις οποίες θα κατασκευαστεί ο διάδρομος που θα συνδέει το Αζερμπαϊτζάν με τον θύλακα του Ναχιτσεβάν μέσω Αρμενίας. Ταυτόχρονα, η Αρμενία πρέπει να ζητήσει την επίσπευση τής κατασκευής της νέας σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνδέει την Αρμενία με τη Ρωσία μέσω Αζερμπαϊτζάν, όπως συμφωνήθηκε τον περασμένο Ιανουάριο στην τριμερή συνάντηση Πασινιάν-Αλίεφ-Πούτιν στη Μόσχα. Τέλος, ο Πασινιάν οφείλει να μην ακολουθήσει την πολιτική στασιμότητας των προκατόχων του και να πιέσει για την επανέναρξη των συνομιλιών με σκοπό την οριστική επίλυση του ζητήματος του Αρτσάχ μέσω της Ομάδας Μινσκ του ΟΑΣΕ. Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται η στρατιωτική εξάπλωση της Ρωσίας στην Αρμενία. Μέχρι τον Νοέμβριο του 2021, οι Ρώσοι διατηρούσαν μια μεγάλη στρατιωτική βάση στη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Αρμενίας, στο Γκιουμρί, το οποίο βρίσκεται βορειοδυτικά, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία και τη Γεωργία. Με τη συμφωνία του Νοεμβρίου, η ρωσική στρατιωτική παρουσία επεκτάθηκε και στο Αρτσάχ. Πριν από έναν περίπου μήνα, η παράνομη παρουσία Αζέρων στρατιωτών στη νότια περιφέρεια Σιουνίκ και στην ανατολική περιφέρεια Κεγαρκουνίκ οδήγησε στην απόφαση της Αρμενίας να επιτρέψει την εγκατάσταση ρωσικών στρατευμάτων στο Σιουνίκ. Οι Αρμένιοι δέχτηκαν την τοποθέτηση Ρώσων στρατιωτών και στο Κεγαρκουνίκ. Η παρουσία Ρώσων στρατιωτών σαφώς και προσφέρει μεγαλύτερη προστασία στην Αρμενία, ωστόσο η χώρα πρέπει να είναι σε θέση να προστατεύει από μόνη της την κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα. Ο Πασινιάν, λοιπόν, ναι μεν δεν πρέπει να διαταράξει τις σχέσεις με τη Μόσχα, αλλά πρέπει επίσης να προσέχει ώστε να μην γίνει η χώρα ένα ρωσικό «προτεκτοράτο». Αυτό που απαιτείται είναι η ταχύτατη αναβάθμιση και ο εκσυγχρονισμός των ενόπλων δυνάμεων και η αμυντική συνεργασία με χώρες που είναι διατεθειμένες να συνεργαστούν με την Αρμενία, όπως η Ινδία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ιορδανία. Κλείνοντας, οι εκλογές τερμάτισαν την πολιτική κρίση στην Αρμενία, όμως τα προβλήματα παραμένουν και ο νικητής των εκλογών καλείται να τα αντιμετωπίσει, ειδάλλως η εμπιστοσύνη του κόσμου προς το πρόσωπό του θα χαθεί, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια νέα πολιτική κρίση ή, ακόμα χειρότερα, μια νέα κρίση με το Αζερμπαϊτζάν.
|