Σάρλ Αζναβούρ - Στα πέρατα της Γης (Αφιέρωμα) |
![]() |
![]() |
Παίρνω τον δρόμο που οδηγεί (Emmenez-moi, Ch. Aznavour - G. Garvarentz, 1967) Άρντα Τζελαλιάν Η πορεία του Σαρλ Αζναβούρ, ξεκινώντας από εκείνα τα παιδικά όνειρα, μέσα από τον δρόμο της καρδιάς και με οδηγό το πάθος, τον έφτασε πραγματικά στα πέρατα της Γης, χαρίζοντας στην υφήλιο έναν θρυλικό καλλιτέχνη που έζησε και ύμνησε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και της αγάπης. Γεννήθηκε στις 22 Μαΐου 1924 στο Παρίσι, ως Σαχνούρ Βαγινάκ Αζναβουριάν. Ο πατέρας του Μίσα (Μαμικόν), Αρμένιος γεννημένος στη Γεωργία, ήταν γιος πρώην μάγειρα του Τσάρου Νικολάου Β΄, ενώ η μητέρα του Κναρ Μπαγντασαριάν προερχόταν από οικογένεια Αρμενίων εμπόρων της Νικομήδειας (Ιζμίτ). Καλλιτέχνες και οι δύο, επέζησαν της Γενοκτονίας, βρίσκοντας αρχικά καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη, όπου το 1923 γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί, η Άιντα1. Αμέσως μετά μετανάστευσαν στη Γαλλία, όπου και τελικά εγκαταστάθηκαν, μετά από τη μάταιη αναμονή για βίζα προς την Αμερική. Το μικρό εστιατόριο «Καύκασος» που άνοιξε ο Μίσα, όπου προσέφερε γεύματα σε μετανάστες μαζί με ψυχαγωγικό πρόγραμμα, υπήρξε και η πρώτη επαφή των αδελφών Σαχνούρ και Άιντα με τη μουσική σκηνή. Άνοιξα τα μάτια μου σ’ ένα λυπηρό επιπλωμένο διαμέρισμα καλλιτεχνών αύριο. ..... Μιλούσαμε για κείνους που πέθαναν κάπου στο Βόσπορο (Autobiographie, Ch. Aznavour - G. Garvarentz, 1980) Σε ηλικία 9 ετών, ο μικρός Σαρλ παρουσιάστηκε στη θεατρική σκηνή της «Petit Monde» ως χορευτής. Συνέχισε ως ηθοποιός, και εμφανιζόταν σε κλαμπ της εποχής. Το 1942 συνάντησε τον χαρισματικό πιανίστα Πιερ Ρος, με τον οποίο άρχισε να γράφει στίχους και τραγούδια που τους καθιέρωσαν ως επιτυχημένο ντουέτο. Μεσολάβησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Μίσα, μέσω του φίλου του Μισάκ Μανουσιάν2, εντόπιζε και έσωζε με κίνδυνο της ζωής του Αρμένιους στρατιώτες του γερμανικού στρατού. Στην οικία Αζναβουριάν έβρισκαν καταφύγιο όχι μόνο Αρμένιοι αλλά και πολλοί κατατρεγμένοι Εβραίοι. Ο Σαρλ και η Άιντα τιμήθηκαν το 2017 για την ανθρωπιστική τους βοήθεια με το μετάλλιο Raul Wallenberg. Στα δεκαοχτώ μου την επαρχία αφήνω αποσκευές επίσης Παρίσι. Το μπλε κουστούμι, η τελευταία λέξη Με φανταζόμουν φιγούρα στις αφίσες Ήμουν όνομα πρώτο και φήμη τρελή. (Je m’voyais dèjà, Ch. Aznavour, 1961) Σε αντίθεση με τον φαντασμένο καλλιτέχνη τραγουδιού που δεν είδε τελικά τη δόξα, ο Αζναβούρ στάθηκε πολύ πιο τυχερός. Το 1947 γνώρισε τη μεγάλη Εντίθ Πιάφ, με την οποία συνδέθηκε σε μια μακροχρόνια φιλία. Η Πιαφ τον βοήθησε να βρει το κατάλληλο καλλιτεχνικό ύφος, και εκείνος της έγραφε τραγούδια και διασκευές. Τα χρόνια 1947-1948, η Πιαφ προσκάλεσε το δίδυμο Αζναβούρ-Ρος στην Αμερική. Και ενώ ο Ρος αποφάσισε να εγκατασταθεί στον Καναδά, ο Σαρλ επέστρεψε στη Γαλλία. Κάπως έτσι, αργά αλλά σταθερά, βρήκε τη θέση του στη γαλλική σοουμπίζ, παρά τα σχόλια των κριτικών για την «περίεργη» φωνή του και το μικρό ανάστημά του. Η φωνή του, καθάρια φωνή τενόρου με βαθιές χαμηλές νότες και ένα ιδιαίτερo βιμπράτο, ανέδυε μια αισθησιακή βραχνάδα και ένα «μέταλλο» που παλλόταν, σπάζοντας κάθε συναισθηματικό φράγμα συγκινώντας ακόμη και τους πιο σκληρούς. Κριτική, κριτική, Κριτική, κριτική, Έχει τίμημα βαρύ (La critique, Ch. Aznavour, 2003) Στο παρουσιαστικό του άλλαξε μόνο η μύτη, που μετατράπηκε από αρμενική σε γαλλική, ενώ το βαθύ ανατολίτικο βλέμμα του παρέμεινε αυθεντικό, με τις ρυτίδες έκφρασης να παίρνουν σχήμα σε κάθε ερμηνεία. Το 1956, με την πρώτη του εμφάνιση στο θέατρο Olympia, η καριέρα του άρχισε να απογειώνεται. Συγχρόνως, είχε γίνει γνωστός και στον κινηματογράφο, που ήταν και η πρώτη του καλλιτεχνική ενασχόληση3. Οι τραγουδιστικές επιτυχίες διαδέχονταν η μία την άλλη: «J’aime Paris au mois de mai», «Sa jeunesse», «Les deux guitarεs», «Je m’voyais dèjà»... Μετά από την επιτυχημένη εμφάνιση στο Carnegie Hall το 1963 και τις περιοδείες σε τρεις ηπείρους, ο Αζναβούρ αναγνωρίστηκε διεθνώς. Τα τραγούδια που κυκλοφόρησαν εκείνες τις δεκαετίες έγιναν χρυσά, ενώ μεταφράστηκαν και τραγουδήθηκαν από τον ίδιο σε εννέα γλώσσες (ακόμη και στη νοηματική), δίνοντας μια νέα διάσταση στο πεντάγραμμο και στο σύγχρονο γαλλικό chanson, με εξαιρετικές μελωδίες και νεωτεριστικά θέματα. «Il faut savoir», «La mamma», «Hier ancore», «Que c’est triste Venise», «La bohème»·ήτανπλέονθρίαμβος. Η λεπτή και φινετσάτη φιγούρα του Αζναβούρ μετατρεπόταν σε μια γιγαντιαία σκηνική παρουσία με συγκλονιστικές ερμηνείες. Χάρη στο υποκριτικό του ταλέντο ερμήνευε τα τραγούδια του σχεδόν θεατρικά. Μέσο επικοινωνίας δεν ήταν μόνο η φωνή αλλά και το σώμα του, η πλαστικότητα των εκφράσεων, το βλέμμα και η κίνηση. Ο Ζορζ, γεννημένος στην Αθήνα, γιος του λόγιου και ποιητή Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, σπούδασε στο Ωδείο των Παρισίων αφού μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γαλλία το 1942. Το 1965 παντρεύτηκε την Άιντα Αζναβουριάν. Ο Ζορζ, που έγραφε και για άλλους τραγουδιστές, συνέθεσε πάνω απο 150 κινηματογραφικές μουσικές και συνεργάστηκε με τον Αζναβούρ από το 1956 έως το τέλος της ζωής του. Το κάθε τραγούδι, σαν μια μικρή ιστορία, έπλαθε χαρακτήρες και κάλυπτε πρωτοποριακά θέματα με ειλικρίνεια και εμπάθεια: ομοφυλοφιλία, σαρκικός έρωτας, πένθος, πλατωνική αγάπη, παραίτηση. Όμως εκείνο που τραγουδήθηκε περισσότερο ήταν ίσως αυτό που πονούσε πιο πολύ: η απαράλλαχτη ομορφιά της νιότης και η αποτύπωση της φευγαλέας αγάπης... Όταν στα χέρια σου κρατάς αυτόν τον τούτο Μέθα, και πιες την όλη (Sa jeunesse, Ch. Aznavour, 1964) Ο Αζναβούρ ήταν ήδη πατέρας. Από τον πρώτο του γάμο (1946-1952) με την τραγουδίστρια Μισελίν Ρουζέλ Φρομεντέν γεννήθηκαν η Πατρίσια-Σέτα (1947)4 και ο Σαρλ (1952). Ο δεύτερος γάμος (1956-1960) ήταν με την Εβελίν Πλεσσί, επίσης τραγουδίστρια. Το 1951, από μια εξωσυζυγική σχέση απέκτησε τον Πάτρικ, ο οποίος δυστυχώς χάθηκε τραγικά σε ηλικία 25 ετών. Το 1967 παντρεύτηκε τη Σουηδή Ούλα Τορσέλ, με την οποία πορεύτηκε σταθερά και γαλήνια για το υπόλοιπο της ζωής του, έχοντας ως βάση την Ελβετία. Μαζί απέκτησαν τρία παιδιά, την Κάτια (1969), τον Μίσα (1971) και τον Νικολά (1977). Η μέρα που ορίζει η ζωή, το ξέρω πως θα ’ρθεί Η μέρα που με τη μητέρα σου αργά Με βήματα δειλά, μοναχικά Όταν τα μάτια σου θα σφύζουν από ευτυχία Της καρδιάς μου δεν θα δεις τη δυστυχία Μες στην κατάνυξη της εκκλησιάς Θα δοθείς στον άντρα που αγαπάς (À ma fille, Ch. Aznavour, 1964) Η αρμενική ταυτότητα του Αζναβούρ αποκαλύφθηκε αργά στη διεθνή κοινότητα, μετά την αναγνώρισή του ως Γάλλου τραγουδιστή. Άλλωστε, δεν ήταν σκοπός του να θεωρηθεί ένας Αρμένιος τραγουδιστής της διασποράς, παρ’ όλο που είχε μεγαλώσει σε αρμενικό περιβάλλον και μιλούσε άπταιστα αρμενικά. Το 1975, το τραγούδι «Ils sont tombés» (Ch. Aznavour -G. Garvarentz), αφιερωμένο στα εξήντα χρόνια της Γενοκτονίας, ενθάρρυνε τους Αρμένιους απανταχού να εκφράζονται πιο ανοιχτά. Οι δύο Αρμένιοι, με ονόματα χωρίς -ιάν, είχαν καταφέρει να φέρουν στην επικαιρότητα της Ευρώπης το αρμενικό ζήτημα. Τον Δεκέμβριο του 1988, ο μεγάλος σεισμός στο Σπιτάκ της Αρμενίας αποτέλεσε σημείο καμπής για τα πατριωτικά αισθήματα του Αζναβούρ. Μέσα στους επόμενους δύο μήνες ίδρυσε την εταιρεία «Aznavour for Armenia», μέσω της οποίας παρείχε τεράστια ανθρωπιστική βοήθεια στους σεισμόπληκτους και στη χώρα καταγωγής του. Τον Φεβρουάριο του 1989, οι κουνιάδοι Αζναβούρ και Γκαρβαρέντς συνέθεσαν το «Pour toi, Arménie», τραγούδι που κυκλοφόρησε σε έναν ενιαίο δίσκο(σινγκλ) με φιλανθρωπικό σκοπό και πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα. Σε αυτό συμμετείχαν περίπου ενενήντα διάσημοι καλλιτέχνες, όπως Ζόνι Αλιντέ, Ζορζ Μουστακί, Νάνα Μούσχουρη, Ανταμό, Ρόζι Αρμέν, Σέτα Αζναβούρ, κ.ά. Το ίδιο έγινε και με αγγλόφωνους καλλιτέχνες στην αγγλική έκδοση του τραγουδιού, «For you, Armenia». Εκείνη την εποχή, μάνατζερ του Αζναβούρ ήταν ο Λεβόν Σαγιάν (γενν. 1934), ο οποίος τον συνόδευε στα, όλο και συχνότερα, ταξίδια και συναυλίες του στην Αρμενία. Το 1995, ο Αζναβούρ διορίστηκε μόνιμος πρεσβευτής στην Αρμενία από την UNESCO. Για τα ογδοηκοστά του γενέθλια το 2004 πήρε τον ύψιστο τίτλο του «Εθνικού Ήρωα» της Αρμενίας από τον τότε πρόεδρο Ρομπέρ Κοτσαριάν. Το 2001, μια κεντρική πλατεία στο Γερεβάν πήρε το όνομά του. Το 2008, ο Σερζ Σαρκισιάν του απένειμε την αρμενική υπηκοότητα και ο Αζναβούρ διορίστηκε πρέσβης της Αρμενίας στην Ελβετία. Άγαλμά του υπάρχει στην ομώνυμη πλατεία στο Γερεβάν αλλά και στη σεισμόπληκτη πόλη του Γκιουμρί. Το 2007 κυκλοφόρησε το τραγούδι «Tendre Arménie» (Aida Garvarentz, Ch. Aznavour). Από το 2016, οι φιλανθρωπικές δραστηριότητες του Αζναβούρ πήραν το όνομα «Aznavour Foundation», το οποίο ίδρυσε μαζί με τον γιο του Νικολά. Το πολιτιστικό κέντρο στην καρδιά του Γερεβάν συνεχίζει σήμερα ανελλιπώς το έργο του μέσω του Νικολά και της συζύγου του Κριστίνα, ενώ το πολιτιστικό κέντρο του Στεπανακέρτ (Αρτσάχ) έκλεισε μοιραία. Πρόσφατα, μάλιστα, εξαφανίστηκε και η προτομή του Αζναβούρ που κοσμούσε την πρόσοψή του. Ο Αζναβούρ συμμετείχε και στα αρμενικά δρώμενα της Γαλλίας. Το 2009 παρευρέθηκε μαζί με την τραγουδίστρια Ελέν Σεγκαρά (επίσης αρμενικής καταγωγής) στα εγκαίνια του «Jardin d’Erevan», στον 8ο δήμο του Παρισιού, και το 2010 στα εγκαίνια του Μνημείου Χατσκάρ στις Βερσαλλίες. Στις 22 Μαΐου 2021, ημέρα γενεθλίων του μετά θάνατον, αποκαλύφθηκε η προτομή του στη γειτονιά όπου μεγάλωσε. Για σένα Αρμενία Θα γυρίσει η Άνοιξη ξανά Θα ηχήσει νέα εποχή Δυνατοί θα γεννηθούνε γιοί Ο κόσμος στο πλευρό σου Μια ανοιχτή αγκαλιά Στα 75 χρόνια της καριέρας του, ο Σαρλ Αζναβούρ ηχογράφησε 1.400 τραγούδια, κυκλοφόρησε 91 πρωτότυπα άλμπουμ, και πούλησε πάνω από 180 εκατομμύρια δίσκους. Το 2003 εξέδωσε την αυτοβιογραφία του, με τίτλο «Les temps des avant» (οι παλιοί καιροί). Αμέτρητες είναι και οι συνεργασίες του από όλο το φάσμα του καλλιτεχνικού κόσμου: Λάιζα Μινέλι, Ζόνι Αλιντέ (με τους οποίους διατηρούσε και φιλικές σχέσεις), Έλτον Τζον, Στινγκ, Πλάθιντο Ντομίνγκο, Ζακ Πλαντ, Μισέλ Λεγκράν, κ.ά. Το 2017 του απονεμήθηκε αστέρι στο Walk of Fame του Χόλιγουντ. Στην Ελλάδα, ο Αζναβούρ πρωτοεμφανίστηκε σε έναν χορό αποφοίτων στη Μεγάλη Βρεταννία το 1961. Toν Ιούνιο του 1980 τραγούδησε μαζί με τη Δαλιδά και τον Τζο Ντασέν στο Καλλιμάρμαρο. Εμφανίστηκε στην ελληνική τηλεόραση τo 1988, σε ντουέτο με την Αλέκα Κανελλίδου. Το 1998 μοιράστηκε τη σκηνή του Ηρωδείου με την καλή του φίλη Νάνα Μούσχουρη. Μαζί της έχει ηχογραφήσει και το τραγούδι «Μίλησέ μου» («Si tu m’aimes»), όπου τραγουδάει και στα ελληνικά. Έχει επίσης συναντηθεί με τον Νίκο Φώσκολο και τον Αγκόπ Τζελαλιάν στις προετοιμασίες του θεατρικού έργου «Αρμένικο φεγγάρι» (1976). Πρωτοπόρος στον δρόμο της μελωδίας, ο Αζναβούρ συνέχισε ακούραστα να εμφανίζεται σε συναυλίες μέχρι το 2017. Οι επόμενες προγραμματισμένες συναυλίες του ματαιώθηκαν λόγω ατυχήματος λίγες μέρες πριν τα 94α γενέθλιά του. Ο Σαρλ Αζναβούρ έσβησε στο σπίτι του, στο Μουριέ της Γαλλίας, την 1η Οκτωβρίου 2018. Με μια πομπώδη επίσημη τελετή, η Γαλλία είπε το τελευταίο αντίο στον Σαρλ Αζναβούρ στο Στρατιωτικό Συγκρότημα Les Invalides, παρουσία πολλών επίτιμων, πρώην πρωθυπουργών της Γαλλίας, του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του πρωθυπουργού της Αρμενίας Νιγκόλ Πασινιάν. Με τη φράση «Στη Γαλλία οι ποιητές δεν πεθαίνουν ποτέ», ο Εμανουέλ Μακρόν απέτισε φόρο τιμής στην καλλιτεχνική ιδιοφυΐα του Αζναβούρ. Το φέρετρό του, ντυμένο με τη γαλλική σημαία και ένα στεφάνι στα αρμενικά χρώματα, συνοδεύτηκε από τους ήχους του ντουντούκ. Στην τελευταία πράξη, ο Αζναβούρ αποχαιρετήθηκε με το ίδιο τραγούδι που έλεγε πάντα αποχαιρετώντας το κοινό του, όταν άφηνε τη σκηνή...
(Emmenez-moi, Ch. Aznavour - G. Garvarentz, 1967)
Απόδοση στίχων από τα γαλλικά: Άρντα Τζελαλιάν Πηγές: |