Οβαννές Γαζαριάν Ιανουάριος- Μάρτιος 2016, τεύχος 88
«Η ποίηση είναι αθάνατη», διατείνονται οι ποιητές. Αυτό πρέσβευε κι ο Κεβόρκ Γκαρβαρέντς, ο οποίος άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο στην καλύτερη φάση της ποιητικής και καλλιτεχνικής του ωριμότητας, στα 54 του χρόνια.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1892 και η πρώτη του επαφή με τα γράμματα έγινε στη Σμύρνη, στη σχολή των Μεχιταριανιστών μοναχών της Βιέννης, ενώ ολοκλήρωσε τη μόρφωσή του στο Αμερικανικό Κολλέγιο της ίδιας πόλης. Το 1913 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Θάλασσες», ένα πολύ μικρό βιβλίο με λίγα ποιήματα, τα οποία, όμως, ήταν αρκετά για να τον εντάξουν στον μαγικό κόσμο των μουσών και της λύρας. Μέχρι το 1914 ασκεί το λειτούργημα του δασκάλου στη σχολή «Σεμερτζιάν» του Σκουταρίου. Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συλλαμβάνεται, μένει ένα διάστημα στη φυλακή και κατόπιν περνάει το μαρτύριο της εξορίας και των πορειών θανάτου απ’ όπου βγαίνει ζωντανός. Μετά τη λήξη του πολέμου, αναλαμβάνει την αρχισυνταξία του αγγλικού τμήματος της εφημερίδας «Τζαγκανταμάρντ» (Μάχη). Το 1921 εκδίδει τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Τα λουλούδια του κοιμητηρίου». Όντας πιο ώριμος και μεστός μπαίνει για τα καλά στον κύκλο των ποιητών. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, περνάει στην Ελλάδα μαζί με δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες του. Εκεί υπηρέτησε την παροικία σε ορφανοτροφεία και σχολεία, υπήρξε μάλιστα για χρόνια διευθυντής στο αρμενικό σχολείο του Δουργουτίου. Ήταν ταυτόχρονα μουσικοσυνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και ηθοποιός. Το 1931 εκδίδει την τρίτη του συλλογή ποιημάτων με τίτλο «Αιολική Άρπα». Η ποίησή του, αυστηρότατη στη μορφή, είναι ευγενική και πολιτισμένη, αναπτυσσόμενη μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα γόνιμης γαλήνης, χωρίς έντονες συγκρούσεις, μα με αρκετή ευαισθησία και γεμάτη από μουσικές συνηχήσεις. Ίδρυσε τον Αρμενικό Πνευματικό Οίκο και διηύθυνε τη χορωδία του, ενώ το 1930, μαζί με τους Αντών Γαζέλ, Καπριέλ Λαζιάν και τον νεαρό τότε ποιητή Βασκέν Γεσαγιάν, εκδίδουν το εξαιρετικό λογοτεχνικό περιοδικό «Αρεβακάλ» (Ηλιοχάραμα). Έχει επίσης μεταφράσει αρκετά θεατρικά έργα και ποιήματα από γάλλους, άγγλους και έλληνες ποιητές. Το 1944 μετέβη στη Βιέννη κι από εκεί, μέσω Βενετίας, πέρασε στο Μιλάνο, όπου στις 5 Σεπτεμβρίου 1946 βρήκε αιφνίδιο θάνατο κατόπιν καρδιακής προσβολής. Στα 30 χρόνια από το θάνατό του, ο γιος του Ζωρζ Γκαρβαρέντς, διακεκριμένος μουσικολόγος και συνθέτης, εξέδωσε τη συλλογή «Ποίηση» με όλα τα ανέκδοτα ποιήματα του πατέρα του.
Παρακάτω παραθέτουμε 2 ποιήματα του Κεβόρκ Γκαρβαρέντς από τη συλλογή «Αρμενική Μούσα», του Κούλη Αλέπη.
Απρίλης*
Βροχή της άνοιξης- κλάμα παιδιού θαρρείς, που κλαίει τόνα ματάκι του και τ’άλλο ως να γελάει• εδώ ουρανός κατσουφιασμένος και βαρύς, εκεί γλαυκός ο ορίζοντας που αχνοφεγγοβολάει.
Ήλιος της άνοιξης- αγάπη γυναικός που σήμερα δίνει ζωή και θάνατο αύριο δίνει• εκεί βλαστάρια, μπουμπουκιών εκεί ορμαθός, εδώ μια βιόλα δίχως φως, και δρόσο, που αργοσβήνει.
Ώρα που φθείρεσαι- λυγμούς πλημμυριστή, κι’απέ, του ονείρου η υπόσχεση κι η ελπίδα, από το κλάμα, ώσπου το φως σιγά-σιγά ν’αφανιστεί... Αυτό είν’ο Απρίλης: το σταχτί και το γαλάζιο αντάμα.
* «Αμπρίλ» (Απρίλιος) στην αρμενική σημαίνει και «ζην», «ζωή»
Το Λαγούτο της Βροχής
Κλαίει το λαγούτο της βροχής πάνω απ’τη στέγη μου- απαλά κλαίει το λαγούτο της βροχής -Ω γλυκιά θλίψη, αναμεσίς Στα κυπαρίσσια τα θολά!
Στα κυπαρίσσια τα θολά και την ομίχλη την πυκνή, σε ουράνιου τόξου προσμονή, στάλα στη στάλα,στυλωτά, κλαίνε τα ουράνια σιωπηλά.
Θεέ μου, το σύγνεφον αυτό ποιές μπόρες τόφεραν τρελλές; Θεέ μου, το σύγνεφον αυτό! -Ω πόνου ολόγλυκο πιοτό, Για κάποιο σου όνειρο να κλαις!
Για κάποιο σου όνειρο να κλαις δίχως ελπίδα στην καρδιά• να σε τυλίγει η καταχνιά, και ν’αργοσβήνεις σιωπηλά- ενώ απ’τη στέγη σου, απαλά,
κλαίει το λαγούτο της βροχής...
|