Αχαρόν Στεπανιάν (1904-1973) Ένας άνθρωπος αφοσιωμένος στον αρμενικό Τύπο |
Άνι Απικιάν Πάντοτε θα υπάρχουν προσωπικότητες που με την αμέριστη συνεισφορά τους, την αφοσίωσή τους, τα έργα και τις δράσεις τους θα αφήνουν ζωντανό το στίγμα τους στην ιστορία της ελληνοαρμενικής κοινότητας. Ο αρμενικός Τύπος στην Ελλάδα διαδραμάτισε και συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη ζωή και στην εξέλιξη της αρμενικής παροικίας. Υπό αντίξοες ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, η αρμενική εφημερίδα Αζάτ Ορ (ελεύθερη ημέρα) έχει καταφέρει να επιβιώσει χάρη στην αδιάκοπη συμβολή όλων όσων εργάστηκαν και εργάζονται σε αυτή, με το έργο τους να θεωρείται κάτι παραπάνω από λειτούργημα, προκαλώντας στο κοινό συναισθήματα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης. Ένας από αυτούς, ήταν ο Αχαρόν Στεπανιάν, ένας βαθιά αφοσιωμένος και ακούραστος αρθρογράφος, λινοτύπης, συγγραφέας και δημοσιογράφος που υπηρέτησε με την ψυχή του και με μεγάλη αγάπη τον αρμενικό Τύπο και την ελληνοαρμενική κοινότητα της Ελλάδας. Ο Αχαρόν Στεπανιάν γεννήθηκε το 1904 στο Οδεμήσιο της Σμύρνης, μια επαρχία όπου ο αρμενικός πληθυσμός μετρούσε τριακόσια σπίτια, τηρώντας τις αρμενικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα. Ο Αχαρόν ήταν ο πρωτότοκος γιος της Ερμόν και του Τακβόρ Στεπανιάν, οι οποίοι αργότερα απέκτησαν άλλα δύο παιδιά, τη Μακρουή (1908) και τη Μάρω (1912). Και τα τρία παιδιά ήταν μαθητές του αρμενικού εκπαιδευτηρίου Μεσροπιάν της Σμύρνης. Ο Αχαρόν ήταν μαθητής της αξέχαστης δασκάλας Χαϊαστάν Ουσακλιάν1, με καταγωγή και η ίδια από το Οδεμήσιο. Κατά τη διάρκεια των διωγμών των χριστιανικών πληθυσμών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τα τρία παιδιά μαζί με τη μητέρα τους εγκαταλείπουν το Οδεμήσιο προτού ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, και βρίσκουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Όσον αφορά τον Τακβόρ, εικάζεται ότι έπεσε θύμα των κεμαλικών στρατευμάτων όταν αυτά εισχώρησαν στην περιοχή. Πρώτος σταθμός της οικογένειας Στεπανιάν είναι η Θεσσαλονίκη, έπειτα η Αθήνα. Ο Αχαρόν, από τις πρώτες κιόλας ημέρες, με πάθος και με αγνά πατριωτικά αισθήματα αφοσιώνεται στον αρμενικό Τύπο, και συγκεκριμένα στη νεοσύστατη αρμενική εφημερίδα Νορ Ορ (νέα ημέρα, 1923), στην οδό Περικλέους, στο κέντρο της Αθήνας. Αρχικά αναλαμβάνει τη λινοτυπία της εφημερίδας, την οποία διαχειρίζεται με δεξιοτεχνία και υπομονή έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν πλέον διακόπτεται η κυκλοφορία όλων των ξένων εφημερίδων από το κυβερνητικό καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά. Αυτοδίδακτος, αλλά δίπλα στους ιδρυτές της εφημερίδας Καπριέλ Λαζιάν, Αντόν Γκαζέλ, Αράμ Σιρινιάν και Μπογός Σβατζιάν, αποκτά γνώση και πείρα, εμπλουτίζοντας διαρκώς τον εσωτερικό του κόσμο και εμβαθύνοντας ακόμη περισσότερο τις γνώσεις του στα πολιτικά και εθνικά ζητήματα, στον αρμενικό πολιτισμό και στην αρμενική γλώσσα. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1945, η αρμενική εφημερίδα εκδίδεται εκ νέου με την καινούρια ονομασία Αζάτ Ορ (ελεύθερη ημέρα), στην οδό Νικοδήμου Ναυαρίνου 39 στην Πλάκα, με αρχισυντάκτες τους Σετράκ Κοχαρουνί, Αντόν Γκαζέλ και Βασκέν Εσαγιάν. Μετά τον θάνατο του Κοχαρουνί και του Γκαζέλ, ο Αχαρόν Στεπανιάν με τον Βασκέν Εσαγιάν αναλαμβάνουν την έκδοση και τη σύνταξη της εφημερίδας, σε μια πολύ δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο. Όπως πολλοί Αρμένιοι διανοούμενοι από διάσπαρτες περιοχές της Ελλάδας, θα αφοσιωθούν με αγάπη στους διάφορους τομείς της ελληνοαρμενικής κοινότητας, αψηφώντας κάθε εμπόδιο, έτσι και ο Αχαρόν με τον Βασκέν υπηρετούν με αγάπη και αυταπάρνηση τον ελληνοαρμενικό Τύπο. Ο Αχαρόν εργάζεται σκληρά και αδιάκοπα ώστε με τον απλό και σύντομο λόγο του να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού. Αρθρογραφεί με βαθιά σκέψη και ψυχή, ενώ τα άρθρα του διακρίνονται για τα συναισθήματα και τη λογική που τα διέπει. Πολλά από αυτά αναδημοσιεύονται σε εφημερίδες άλλων κοινοτήτων της Διασποράς, και ο Αχαρόν συνάπτει στενή συνεργασία με την καθημερινή εφημερίδα Χουσαπέρ, που εκδιδόταν στο Κάιρο της Αιγύπτου. Η θεματολογία των άρθρων του θεωρείται διαχρονική, ενώ ο τρόπος γραφής του λειτουργεί παραδειγματικά και συμβουλευτικά για άλλους αρθρογράφους. Εκείνος είχε την ξεχωριστή ικανότητα να μεταφέρει αμέσως τη βαθυστόχαστη σκέψη του στο χαρτί. Ο στενός συνεργάτης της εφημερίδας Χουσαπέρ, Γκάρο Μινασιάν, συχνά ανέφερε ότι ο Αχαρόν ήταν ένας «γαζετατζής»2 που ολοκλήρωνε τα άρθρα του με μια ανάσα. Εκτός από τη συμβολή του στην εφημερίδα, ο Αχαρόν συμμετέχει και σε άλλους τομείς της ελληνοαρμενικής κοινότητας. Εκλέγεται μέλος του διοικητικού συμβουλίου του νεοσύστατου «Οίκου αρμενικής σκέψης» (Հայ Մտքի Տուն) και του αρμενικού πολιτιστικού συλλόγου Χαμασκαΐν, ενώ παράλληλα συμμετέχει και στη χορωδία του Χαμασκαΐν. Η αρμενική εφημερίδα καθίσταται για τον Αχαρόν τρόπος ζωής, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να την αποχωριστεί ούτε για μία μέρα. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νοσοκομείο, δεν τον απασχολεί ο θάνατος αλλά η Αζάτ Ορ, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Ελευθερώστε το δεξί μου χέρι για να γράψω. Η εφημερίδα δεν μπορεί να περιμένει, πρέπει να εκδοθεί στην ώρα της». Με σοβαρότητα και υπομονή ασκεί τα καθήκοντά του απέναντι στην απαιτητική αποστολή που του έχει ανατεθεί, και με ηρεμία αντιμετωπίζει τις διάφορες προκλήσεις και δυσκολίες που παρουσιάζονται. Οι σκέψεις του, βαθιά στοχαστικές, με έντονο προβληματισμό και με ανήσυχο πνεύμα για τα εθνικά και πολιτικά θέματα των Αρμενίων, θεωρούνται διαχρονικές. Η ανησυχία του για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η αρμενική γλώσσα και η Αρμενία, ως έθνος και πατρίδα, είναι έντονη. Με ανησυχία επίσης παρακολουθεί τις παγκόσμιες εξελίξεις και τα επιτεύγματα της επιστήμης, καθώς δεν ενθουσιάζεται, δεν συγκινείται, απεναντίας προβληματίζεται ακόμη περισσότερο για τον ίδιο τον άνθρωπο. Χαρακτηριστικά, είπε στον ανιψιό του, Τακβόρ Οβακιμιάν, για την κατάκτηση της Σελήνης το 1969: «Τι να κάνω με αυτή την πρόοδο όταν δεν υπάρχει πρόοδος στο ανθρώπινο είδος; Ο άνθρωπος παραμένει πάντοτε ίδιος, και η τεράστια πρόοδος στο επιστημονικό έδαφος δεν επιφέρει καμία αλλαγή στη βελτίωση του προφίλ των ανθρώπων». Με έντονες ανησυχίες για την εφημερίδα Αζάτ Ορ και με ένα γλυκό χαμόγελο, ο αγαπητός Αχαρόν Στεπανιάν αφήνει την τελευταία του πνοή στις 25 Νοεμβρίου του 1973, έχοντας υπηρετήσει με αυτοθυσία και με όλο του το είναι τον αρμενικό Τύπο, και κατ’ επέκταση το αρμενικό έθνος, αφήνοντας ένα μεγάλο κενό τόσο στη δική του οικογένεια όσο και στην οικογένεια της Αζάτ Ορ. Όμως το πνεύμα, η αγάπη και η αφοσίωσή του πάντοτε θα λειτουργούν ως πηγή έμπνευσης και παραδειγματισμού. Έως και σήμερα, οι Ελληνοαρμένιοι αναγνωρίζουν με θαυμασμό και ευγνωμοσύνη το έργο του Αχαρόν Στεπανιάν, καθώς θα βρίσκεται για πάντα χαραγμένο στις σελίδες του αρμενικού Τύπου. 1. Η Χαϊασντάν Ουσακλιάν έφθασε στην Ελλάδα το 1923, έπειτα από τους άγριους διωγμούς των Ελλήνων και των Αρμενίων από το κεμαλικό καθεστώς. Ο σύζυγός της Τακβόρ Ουσακλιάν και τα δυο παιδιά της Αράμ και Κεγάμ ήταν θύματα σφαγής της κεμαλικής θηριωδίας. Η Χαϊασντάν αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση των Αρμενόπουλων που είχαν καταφθάσει και αυτά στην Ελλάδα. Το όνομά της φέρει το αρμενικό Νηπιαγωγείο του Αρμενικού Κυανού Σταυρού του Δημοτικού Σχολείου «Ζαβαριάν» της Νικαίας. |