Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1968. Είναι τρίτης γενιάς μικρασιάτης με αρμενική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας του Σιρβάρτ Μαργκοσιάν. Άρχισε να παίζει κιθάρα σε ηλικία 13 ετών. Στην εφηβεία του έκανε μαθήματα κιθάρας με την Μαρία Μπανούτα η οποία του μετέδωσε την αγάπη και το ενδιαφέρον για το όργανο. Παράλληλα μαθαίνει μόνος του να παίζει μπουζούκι, ούτι και βιολί μελετώντας «με το αυτί» την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική της Ελλάδας και της Ανατολής. Τα ακούσματα της αρμενικής μουσικής δεν έλειψαν ποτέ. Μεγάλο ενδιαφέρον δείχνει επίσης για τον τρόπο παιξίματος της κιθάρας φλαμένκο (σε αυτό υπήρξε εμπνευστής και δάσκαλός του ο Γιώργος Παπαδόπουλος) τη μουσική της Λατινικής Αμερικής και τη τζαζ μουσική. Το 2013 κυκλοφορεί από την Violins Productions το πρώτο του cd με τίτλο «SIRVART» (Beloved Rose) με 11 ορχηστρικές συνθέσεις δικές του αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του. Η μουσική του είναι ένα μείγμα αρμενικής παράδοσης, τζαζ μουσικής και κλασσικής κιθάρας. Στις αρχές του 2017 κυκλοφόρησε πάλι από την Violins Productions το cd «ZROUITS». Είναι η συνεργασία του με τον σολίστα του ντουντούκ και αγαπημένο του φίλο Βαχάν Καλστιάν: μία ανθολογία της αρμενικής μουσικής ανά τους αιώνες. Η άλλη μεγάλη αγάπη του Λευτέρη είναι η ζωγραφική: είναι σχεδόν αυτοδίδακτος στην κατασκευή βυζαντινής εικόνας.
Στην Αναΐς Καζαντζιάν Νοέμβριος 2017- Ιανουάριος 2018, τεύχος 95
Ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με την αρμενική μουσική; Καταρχάς, θα ήθελα να πω πως εγώ δεν πήγα σε αρμενικό σχολείο. Η μητέρα μου ήταν αρμενικής καταγωγής, και με την γιαγιά μου μιλούσαν πάντα αρμενικά μέσα στο σπίτι. Τώρα εμείς, εγώ και ο αδελφός μου δηλαδή, δεν ξέρω γιατί δεν πήγαμε σε αρμενικό σχολείο.
Οπότε έμαθες να μιλάς την αρμενική γλώσσα από εκείνες; Ναι, μιλάω αρμενικά! Ξέρω και να γράφω! Τα γράμματα μου τα έμαθε η φίλη μου, η Άρντα Τζελαλιάν. Κάναμε παρέα τότε και παίζαμε και μουσική μαζί. Η Άρντα έπαιζε αρμόνιο και ο Αγκόπ Μπαρσαμιάν ντραμς. Στο σχολείο Σοφία Αγκοπιάν του Φιξ είχαμε φτιάξει ένα γκρουπάκι με 4-5 άτομα και παίζαμε όλο αρμενικά επαναστατικά τραγούδια. Ήμουν τότε 18 χρονών, και μάλιστα έπαιζα με το μπάσο του Χάικ Γιαζιτζιάν, μου το είχε δώσει ο ίδιος. Εκείνη την εποχή ήταν που έμαθα να γράφω, και μάλιστα και τα καλλιγραφικά γράμματα.
Πώς ξεκίνησες να ασχολείσαι με τη μουσική; Ήμουν 13 ετών όταν ο αδελφός μου έφερε στο σπίτι μια κιθάρα για να μάθει ο ίδιος. Έτσι, σιγά σιγά άρχισα μόνος μου να μαθαίνω κιθάρα, μετά ακολούθησε το μπουζούκι, λίγο ούτι, λίγο βιολί και λίγο πιάνο. Τελικά εγώ ασχολήθηκα με τη μουσική, ενώ εκείνος είναι των γραμμάτων.
Δηλαδή είσαι αυτοδίδακτος; Ξεκίνησα ιδιαίτερα μαθήματα με τη δασκάλα μου, την Μαρία Μπανούτα, για λίγο καιρό, και όταν έμαθα να διαβάζω παρτιτούρες, έπαιρνα τις νότες σε όποιο κομμάτι μου άρεσε και προσπαθούσα συλλαβιστά να το μελετήσω. Δεν είχα καλή πριμαβίστα, αλλά κατάφερνα να παίζω. Αφού τελείωσα το στρατιωτικό, πήγα κανονικά τρία χρόνια στο ωδείο για να μάθω τρομπέτα. Μου είχε κάνει εντύπωση ο σαλπιγκτής που έπαιζε τρομπέτα στο στρατό. Έκανα τρία χρόνια μαθήματα με τον Σωκράτη Άνθη. Αυτός έπαιζε και στη μικρή ορχήστρα που είχε τα τελευταία χρόνια ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήταν δάσκαλός μου για τρία χρόνια στο ωδείο του Νάκα, στην Ιπποκράτους. Εκεί, υποχρεωτικά έκανα πιάνο και αρμονία. Μετά τα τρία χρόνια σταμάτησα. Ταυτόχρονα, δούλευα και ως γραφίστας στην εφημερίδα «Τα Νέα».
Δηλαδή οι σπουδές σου είναι στη γραφιστική; Δεν έχω σπουδάσει, είμαι απόφοιτος λυκείου. Αυτό που με βοήθησε να δουλέψω ως γραφίστας είναι ότι, πριν το στρατιωτικό, είχα εικονογραφήσει ένα θεματικό λεξικό για τα γαλλόφωνα σχολεία της Ελλάδας. Το έκανα με έναν καθηγητή της Λεοντείου. Εκείνος είχε την πολύ ωραία ιδέα να φτιάξει ένα εκπαιδευτικό εικονογραφημένο λεξικό, δηλαδή με εικόνες που αντιστοιχούσαν σε κάθε λήμμα, τις οποίες ζωγράφιζα εγώ. Εικονογράφησα τέσσερις χιλιάδες λέξεις. Αυτό το βιβλίο ουσιαστικά το δουλέψαμε μαζί. Έχοντας αυτό στα χέρια μου, με προσέλαβαν αμέσως ως γραφίστα στον οργανισμό Λαμπράκη. Έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση στους συναδέλφους μου που ήταν τελειόφοιτοι γραφιστικής και δούλευαν με τα κομπιούτερ, ενώ εγώ έκανα εικονογραφήσεις θεμάτων της εφημερίδας με το χέρι. Ήταν κάτι συγκεκριμένο και μάλλον λίγο δυσεύρετο. Προτίμησαν τη δουλειά μου ανάμεσα σε 15 άτομα. Όμως, μετά από πέντε χρόνια, παρόλο που ήμουν πολύ ευχαριστημένος, παραιτήθηκα για να ασχοληθώ με τη μουσική, γιατί αυτό ήταν το όνειρό μου.
Γνωρίζουμε πως είσαι και αγιογράφος. Αυτό πώς προέκυψε; Μόλις παραιτήθηκα από τη δουλειά, ήθελα να συνεχίσω να κάνω κάτι με τα χέρια μου. Δεν ήθελα να έχω σχέση με τα κομπιούτερ. Ζωγράφιζα από μικρός. Έπιαναν τα χέρια μου, που λένε! Κι έτσι σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να ασχοληθώ με τις εικόνες. Πήγα, λοιπόν, σε ένα δάσκαλο για να μου μάθει τα βασικά. Πώς να κόβω τα ξύλα, πώς να κάνω την προετοιμασία. Έμαθα να ξεκινάω από το μηδέν. Μετά διάβασα όλα τα βιβλία του Κόντογλου, καθώς και την «Τεχνική της Αγιογραφίας» του Ιωάννη Βράνου. Ο αδελφός μου με βοηθούσε πάντα με τα βιβλία. Ταξίδευε στη Ρωσία, από όπου έφερνε λευκώματα από τα μουσεία, όπως του Ερμιτάζ κλπ.
Άρα ο δάσκαλός σου σου έδειξε το δρόμο, και μετά πάλι εσύ μόνος σου, με τη μεθοδικότητα που σε διακρίνει, κατάφερες πολλά. Πέρσι έφτιαξα εικόνες τέμπλου για μια εκκλησία στο Κονγκό. Η ενορία μας, η Αγία Κυριακή στο Παλαιό Φάληρο, έχτισε μια εκκλησία στο Κονγκό, και ο πατέρας Βασίλειος με παρακάλεσε να φτιάξω το τέμπλο. Πρώτη φορά δούλεψα σε τόσο μεγάλο μέγεθος. Θέλω να πιστεύω πως έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα.
Όπως μας είπες «έπιαναν τα χέρια σου» από παιδί και ήσουν καλός στη ζωγραφική, εσύ όμως προτίμησες την αγιογραφία. Μήπως όλο αυτό το κομμάτι σου έχει να κάνει και με την πίστη σου στο Θεό; Αν η ερώτησή σου είναι αν πιστεύω στο Θεό, ναι πιστεύω! Η αδελφή της νονάς μου ήταν καλόγρια σε μοναστήρι και μας πήγαιναν συχνά εκεί, εμένα και τον αδελφό μου. Σε αυτό το μοναστήρι ήταν δύο καλόγριες, η μία είχε τελειώσει την ιατρική και η άλλη ήταν φιλόλογος, αλλά είχαν εγκαταλείψει και οι δύο τα εγκόσμια και αγιογραφούσαν εκεί. Συντήρησαν και το ναό. Έκαναν στον πρόναο σκηνές από τη γέννηση. Όλα αυτά ήταν πολύ εντυπωσιακά για μένα. Σαν μικρό παιδάκι τα έβλεπα και τα χάζευα! Επίσης, παρακολουθούσα και στο εργαστήρι μια άλλη καλόγρια που ζωγράφιζε με κάρβουνο τα προσχέδια. Ήξεραν ότι κι εγώ ζωγράφιζα κι έλεγαν χαρακτηριστικά «ο Λευτεράκης έχει μεγάλη έφεση σε αυτά». Ήταν απίστευτη εμπειρία για μένα σε εκείνη την ηλικία να τις βλέπω να αγιογραφούν από το μηδέν τον καινούριο καθολικό ναό.
Τα πρώτα ερεθίσματα, λοιπόν, τα πήρες από εκεί. Μεγαλώνοντας ποιοι άλλοι σε επηρέασαν; Τα βιβλία του Κόντογλου. Υπήρξε ένας ζηλωτής σε αυτά που πίστευε και σε αυτά που έγραφε. Βρέθηκε αυτός, ένας πρόσφυγας από το Αϊβαλί, να μας δείξει τι έκαναν οι παλιοί στο Μυστρά, στο Άγιο Όρος. Ταξίδεψε μόνος του, και στην ουσία ανέσυρε την παλιά τεχνική της βυζαντινής αγιογραφίας. Όλοι εμείς οι νέοι αγιογράφοι οφείλουμε πολλά σε αυτόν τον άνθρωπο.
Από ποιες περιοχές της Μικράς Ασίας ήρθαν οι δικοί σου; Από την πλευρά της μητέρας μου ήταν Αρμένιοι από την Καππαδοκία. Ο παππούς από την Τομάρζα και η γιαγιά από ένα χωριό λίγο έξω από την Καισάρεια. Του πατέρα μου το σόι ήταν έλληνες σμυρνιοί. Όλοι ήρθαν το ’22. Και οι δυο οικογένειες έμειναν στην Παλαιά Κοκκινιά. Εκεί μεγάλωσαν. Η μητέρα μου γεννήθηκε στην Ελλάδα. Είχε προλάβει και την Μαρίκα Νίνου να ψέλνει στην εκκλησία της Παλαιάς Κοκκινιάς τη Μεγάλη Εβδομάδα.
Να γυρίσουμε πάλι πίσω στη μουσική. Απ’ ό,τι καταλαβαίνω αυτή είναι και η μεγάλη σου αγάπη. Ναι, τώρα φτιάχνω μόνο δύο με τρεις εικόνες το χρόνο. Η μουσική μου τρώει πολύ περισσότερο χρόνο. Πρέπει να αφοσιωθείς σε αυτήν. Να μην χτυπάνε τα τηλέφωνα!
Μήπως σε ξεκουράζει κιόλας; Ναι, με ξεκουράζει και είναι και πιο άμεση τέχνη. Βγαίνουν όλα τα συναισθήματα μέσα από εκεί. Θυμάμαι κάποτε ένας φίλος ηθοποιός μου είχε πει: «Αυτό που προσπαθούμε να μεταδώσουμε εμείς στον κόσμο, να πάρουμε ένα δάκρυ από το θεατή, εσείς το καταφέρνετε με δύο νότες». Με συγκινεί αυτή η αμεσότητα! Για την αγάπη μου στη μουσική, και ειδικά για την αρμενική μουσική, οφείλω πολλά στον Χάικ Γιαζιτζιάν.
Πού γνωριστήκατε; Γνωριστήκαμε στη λέσχη, στο αρμενικό σχολείο Σοφία Αγκοπιάν. Στον Χάικ οφείλω την αγάπη μου στο ούτι. Ήμασταν φίλοι, πήγαινα στο σπίτι του και τον έβλεπα να παίζει το ούτι και ζήλευα, αλλά εκείνος με παρότρυνε να παίζω κιθάρα και είχε δίκιο. Μου έλεγε ότι ήμουν καλύτερος στην κιθάρα, γιατί έπαιζα και κλασική και ισπανική. Όμως, μου είχε δώσει δύο cd του ουτίστα Ουντί Χραντ Κενκιουλιάν, για να τον ακούω και να μαθαίνω από εκείνον. Ο Κενκιουλιάν ήταν ένας τυφλός ουτίστας. Μάλιστα οι Τούρκοι τον είχαν κάνει διευθυντή της ραδιοφωνίας της Κωνσταντινούπολης και του έλεγαν «εσύ είσαι το φως μας», σε έναν τυφλό άνθρωπο!
Έκανες και την επιμέλεια στο εξώφυλλο δίσκου του Χάικ, «Ταλάρ»; Στο πρώτο cd του Χάικ, το «Ταλάρ», έχω κάνει όλες τις προσωπογραφίες των μουσικών του με μολύβι και όλα τα γράμματα είναι χειρόγραφα. Το είχαν βγάλει και σε βινύλιο. Ήταν μεγάλη εμπειρία για μας τότε να ακούμε τον Χάικ, που είναι υπόδειγμα ουτίστα. Στην Ελλάδα είναι το νούμερο ένα και δεν είναι τυχαίο το ότι είναι αρμένιος. Οι αρμένιοι είναι δεμένοι με αυτό το όργανο. Έτσι είναι και ο Αρά Ντινκτζιάν. Αυτός είναι πλέον παγκοσμίως αναγνωρισμένος. Στο «Cafe Asante» εντυπωσιαζόμασταν πολύ ως έφηβοι με όλο αυτό το μπλέξιμο της τζαζ με την έθνικ μουσική. Θα ήταν όνειρο και ευχή μου να παίξω ούτι. Έστω δύο-τρία κομμάτια του Τατεός εφέντη!
Έχεις παίξει και κιαμαντσά; Ναι, αυτό το οφείλω στη φίλη μου, την Μάρθα Μαυροειδή, η οποία είναι πολύ σπουδαία μουσικός και έχουμε παίξει και μαζί. Εκείνη παίζει λαφτά, πολίτικο λαούτο και σάζι. Το κιαμαντσά ήταν του πατέρα της, του Μάριου Μαυροειδή, που ήταν ο μεγαλύτερος μουσικολόγος. Είχε και εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα. Εγώ ηχογραφούσα τις εκπομπές αυτές σε κασέτες. Ήταν μια εκπομπή που λεγόταν «Εν τω μέσω της γης» και είχε μουσικές της Ανατολικής Μεσογείου. Εκεί άκουγα ουτίστες αιγύπτιους, λιβανέζους κλπ. Σε ένα ταξίδι του, λοιπόν, του χάρισαν κάποιοι μουσικοί ένα νταφ, ένα ταρ και ένα κιαμαντσά, που είναι η τριάδα. Αυτά είχε η Μάρθα στο σπίτι της και επειδή έχουμε παίξει μαζί, μου τα εμπιστεύτηκε, κι έτσι, με μεγάλο σεβασμό τα έχω στο σπίτι μου. Κιαμαντσά και ταρ δεν μπορώ να πω ότι παίζω καλά, αλλά ο Σαγιάτ Νοβά ήταν μια μυθική φιγούρα για μένα. Στο σπίτι που μεγάλωσα είχαμε ένα κάλυμμα για την τηλεόραση που ήταν από την Αρμενία και είχε πάνω τη φιγούρα του Σαγιάτ Νοβά με το κιαμαντσά. Όταν δεν δούλευε η τηλεόραση, υπήρχε ο Σαγιάτ Νοβά με το κιαμαντσά του στο σαλόνι μας. Αναρωτιόμουν ποιος είναι αυτός και η γιαγιά μου απαντούσε «ένας μεγάλος βάρδος!»
Θα μας πεις λίγο και τι κάνεις αυτή την εποχή; Τώρα, μετά τη συνέντευξη, θα πάω στο στούντιο να ηχογραφήσω ένα cd για έναν φίλο. Αύριο θα είμαι στην Κρήτη με τον Παντελή Θαλασσινό, με τον οποίο συνεργάζομαι φέτος σε όλες τις εμφανίσεις του. Με τον Βαχάν Γκαλστιάν έχουμε δημιουργήσει μια ορχήστρα, την «ΑΝΙ», όμως δεν έχουμε κάνει πολλές εμφανίσεις. Προσπαθούμε να παίζουμε Ασούγ Σεράζ, Σαγιάτ Νοβά κλπ.
Τόση ώρα που σε ακούω να μιλάς, καταλαβαίνω πως οι αρμενικές επιρροές είναι πολλές. Θα ήθελα να μου μιλήσεις λίγο και για τις ελληνικές. Για τις ελληνικές μπορώ να πω με καμάρι ότι έμαθα να παίζω μπουζούκι. Είχαμε και έναν πολιτιστικό σύλλογο στο Παλαιό Φάληρο με τον οποίο κάναμε συναυλίες σε όλους τους δήμους με έργα των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Πάντα είχα ενδιαφέρον για την παραδοσιακή και λαϊκή μουσική της Ελλάδας και της Αρμενίας.
Άρα μπορούμε να πούμε ότι οι μουσικές αυτών των δύο χωρών ρέουν μέσα σου στον ίδιο βαθμό. Βέβαια! Νομίζω, όμως, πως το αρμενικό στοιχείο υπερισχύει, γιατί μου το έχει εμφυσήσει η γιαγιά μου!
Τελικά, διαπιστώνουμε και πάλι ότι οι γιαγιάδες μας έχουν κάνει πολύ καλή δουλειά για να κρατηθούν οι παραδόσεις μας. Ναι, είναι απίστευτες οι ιστορίες που μου έλεγε και από την πατρίδα και από τις θείες της, που είχαν πολύ πλούτο. Είχαν τα πάντα! Μέχρι ορυκτό αλάτι από το βουνό. Αγόραζαν μόνο καφέ και πετρέλαιο. Όλα τα άλλα τα είχαν. Αυτές τις ιστορίες μου τις διηγούταν η γιαγιά από την Καισάρεια. Την απόλαυσα μέχρι και τα 30 μου.
Θέλεις να μας πεις και για τα δύο σου cd; Ήμουν πολύ τυχερός που γνώρισα την αρμενική μουσική καλύτερα και νιώθω πολύ περήφανος γι’ αυτά τα δύο cd. Το πρώτο είναι το «Σιρβάρτ» και αποτελείται εξ ολοκλήρου από δικές μου συνθέσεις. Είναι επιρροές από την αρμενική μουσική. Το ονομάσαμε «Σιρβάρτ» και το αφιέρωσα στη μητέρα μου (είναι το όνομά της). Το δεύτερο cd είναι το «Ζρούιτς» (διάλογος) με τον Βαχάν Γκαλστιάν. Αν είμαστε τυχεροί και κάνουμε άλλο ένα cd με τον φίλο μου τον Βαχάν, θα είμαστε πολύ χαρούμενοι!
Έχεις κάτι ακόμα να προσθέσεις; Θαυμάζω πολύ τον Ντικράν Χαμασιάν, αυτόν τον εξαιρετικό τζαζίστα. Υπάρχει πολύ υψηλό επίπεδο στους μουσικούς της Αρμενίας. Η χώρα είναι στο στόμα του λύκου, και σε πείσμα όλων είναι εκεί και δημιουργεί, παρ’ όλες τις δυσκολίες. Οι φίλοι μου οι μουσικοί εκστασιάζονται με όλα αυτά τα ακούσματα. Αυτή η «Naregatsi Orchestra» αποτελείται από πολύ νέα παιδιά, δεν μπορείς να πιστέψεις ότι έχουν τόσο υψηλό επίπεδο! Εύχομαι με τη δύναμη της παιδείας και του πολιτισμού να προχωρίσουμε ως λαός και ως χώρα.
|