Zαβέν Σαρκισιάν |
![]() |
![]() |
Στην Αναΐς Καζαντζιάν «Aρμενικά» Απρίλιος - Ιούνιος 2014. Τεύχος 81 Ο Ζαβέν Σαρκισιάν βρέθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο, με αφορμή την ατομική έκθεση φωτογραφίας που διοργάνωσε η αρμενική πρεσβεία με θέμα την αρμενική αρχιτεκτονική. Τον συναντήσαμε και συζητήσαμε μαζί του για τη φωτογραφία, τον Παρατζάνοφ και το ομώνυμο μουσείο που ίδρυσε και εξακολουθεί να διευθύνει ως σήμερα. “Aγγίζοντας τους τοίχους ένοιωθα ότι συναντώ τους προγόνους μου” Βρίσκεστε στην Αθήνα λόγω της ατομικής σας έκθεσης, με θέμα την αρμενική αρχιτεκτονική. Θα ήθελα να μιλήσετε πρώτα για σας ως φωτογράφος και ακολούθως για την ιδιότητα που έχετε ως διευθυντής του μουσείου Παρατζάνοφ. Γεννήθηκα στο Ερεβάν το 1947. Ο πατέρας μου καταγόταν από το Ζανκεζούρ και η μητέρα μου από το Ερζερούμ. Θυμάμαι από μικρός μου άρεσε να φωτογραφίζω. Είχα ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική και συγκεκριμένα για τους λείους και ευθείς τοίχους που ο λαός μας ονομάζει «σρπαντάς καρ» (srpadash kar). Από παιδί όταν επισκεπτόμουν το μοναστήρι Αρακελότς ή αργότερα στο Αχταμάρ, αγγίζοντας τους τοίχους ένοιωθα ότι συναντώ εκεί τους προγόνους μου. Αυτό για εμένα ήταν πολύ σημαντικό. Ποιο είναι το μήνυμα που θέλετε να περάσετε στον κόσμο με τις φωτογραφίες σας; Συνήθως θέλω να δείχνω το κυρίως θέμα της φωτογραφίας και όχι μόνο μια καλλιτεχνική εικόνα. Φωτογραφίζω τα πάντα. Αυτό που με ενδιαφέρει όμως περισσότερο, είναι να περνάω στον κόσμο το μήνυμα του αρχιτέκτονα. Κάποιοι γράφουν πως οι φωτογραφίες μου είναι καλλιτεχνικές, εγώ όμως αυτό δεν το δέχομαι. Θεωρώ ότι η φωτογραφία είναι ακόμη ένα επάγγελμα και εγώ ένας απλός φωτογράφος. Προσπαθώ λοιπόν να απεικονίζω σωστά το θέμα που έχω επιλέξει, είτε είναι ένα πορτρέτο είτε κάποιο αρχιτεκτονικό μνημείο. Φωτογραφίζετε λοιπόν κάτι που σας μαγνητίζει και το οποίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε αυτούς που βλέπουν το αποτέλεσμα. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως όλα αυτά μαζί παρουσιάζουν και κάποιο καλλιτεχνικό ενδιαφέρον; Τη στιγμή που κάνεις το «κλικ» με τη μηχανή, έχεις στο νου σου αυτό που φωτογραφίζεις να φαίνεται όμορφο και παράλληλα να αποδίδει την πραγματικότητα. Συγχρόνως όμως, θέλεις να δείξεις ίσως και κάποιες ατέλειες. Όταν είσαι ο μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας κάποιου γεγονότος οφείλεις να απαθανατίσεις τη σκηνή για να τη μοιραστείς αργότερα με τον υπόλοιπο κόσμο. Για παράδειγμα μια πόλη σκουπιδότοπο, βομβαρδισμένα κτίρια ή αλλόκοτους ανθρώπους. Ο επαγγελματίας πρέπει να φωτογραφίζει τα πάντα, ακόμα και πράγματα που δεν του αρέσουν. Έχω παρατηρήσει ότι η φωτογραφία όπως και η χρυσοχοΐα και κάποια άλλα καλλιτεχνικά επαγγέλματα ασκούνται από πολλούς Αρμένιους ανά τον κόσμο. Γιατί πιστεύετε πως συμβαίνει αυτό; Όπως ο χρυσοχόος και ο ωρολογοποιός, έτσι και ο φωτογράφος εργάζεται μόνος του. Επιλέγει τέχνες που χρειάζονται μικρό χώρο και μπορεί εύκολα να μεταφέρεται. Μπορείτε να αναφέρετε κάποιες σημαντικές στιγμές με ιδιαίτερη φόρτιση πριν από κάποιο κλικ; Έχω βρεθεί σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, άλλα το όνειρο της ζωής μου ήταν να επισκεφτώ τη δυτική Αρμενία. Αφηγηθείτε μας για το πώς συναντήσατε τον Παρατζάνοφ. Πώς καταφέρατε τελικά να φέρετε τα έργα του στην Αρμενία; Ο Παρατζάνοφ ήταν ένας άνθρωπος που σε μαγνήτιζε. Είχε το χάρισμα να μαγεύει τον κόσμο. Τον γνώρισα όταν αποφυλακίστηκε το 1978. Εκείνα τα χρόνια φωτογράφιζα πολύ και τον συναντούσα για να του δείξω τη δουλειά μου. Συζητούσαμε επί ώρες για τις φωτογραφίες και για πολλά άλλα θέματα που μας απασχολούσαν εκείνο το διάστημα και έτσι ήρθαμε πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Τον είχα αγαπήσει τόσο πολύ, που δεν έβλεπα την ώρα να τον ξαναδώ, για να κάνουμε τις ατέλειωτες συζητήσεις μας και συγχρόνως να τον βοηθήσω όσο μπορώ. Πώς ήρθαν τα έργα του στην Αρμενία, δεν βρίσκονταν όλα στην Τιφλίδα; Ναι, ζούσε στην Τιφλίδα και τα έργα του ήταν εκεί. Δεν του επέτρεπαν να φύγει. Μετά την αποφυλάκιση ήταν υποχρεωμένος να ζει στο πατρικό του σπίτι. Το 1986 μου είπε πως θέλει να φέρει τα έργα του στην Αρμενία. Προς το τέλος της ζωής του ήταν πεπεισμένος ότι η Αρμενία θα ήταν ο φύλακας των έργων του. Τότε του πρότεινα να κάνουμε μια μεγάλη έκθεση στο Λαογραφικό Μουσείο του Ερεβάν στο οποίο τότε ήμουν διευθυντής. Μέσα σε δύο χρόνια, 3-4 φίλοι που τον αγαπούσαμε πολύ, κάναμε αμέτρητα ταξίδια στην Τιφλίδα για να τον συναντάμε και να τον βοηθάμε. Στην επιστροφή προς Ερεβάν φορτώναμε ένα μικρό παλιό αμάξι με έργα και αντικείμενα. Στις 12 Ιανουαρίου 1988, ο ίδιος έφερε και τα τελευταία έργα και έτσι πλέον ολοκληρώθηκε η μεταφορά τους. Στις 15 Ιανουαρίου 1988 οργάνωσα την ατομική του έκθεση στο Λαογραφικό Μουσείο του Ερεβάν. Το 1988 αποφασίστηκε από το κράτος να χτιστεί και το Μουσείο. Το σημερινό οικοδόμημα το διάλεξαν με την έγκρισή του. Κάθε τοίχος σχεδιάστηκε σύμφωνα με τις οδηγίες του. Φωτογράφιζα κάθε βήμα των εργασιών, οδηγούσα τέσσερις ώρες μέχρι την Τιφλίδα, έπαιρνα την έγκρισή του και επέστρεφα στο Ερεβάν για να εφαρμόσω τις οδηγίες του. Τα εγκαίνια του μουσείου έγιναν στις 27 Ιουλίου του 1990. Ο κόσμος ερχόταν από όλες τις γωνιές της γης. Συνεργάτες από το σοβιετικό και αρμενικό κινηματογράφο, συγγραφείς, μουσικοί, ηθοποιοί, κυβερνητικοί παράγοντες και απλοί πολίτες. Αυτό συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Είναι μεγάλη ευτυχία για μένα να βρίσκομαι μέσα σε αυτό το περιβάλλον και να βλέπω τη χαρά στο βλέμμα των επισκεπτών. Ποτέ στη ζωή μου δεν φαντάστηκα πως κάποια μέρα θα γινόμουν ο διευθυντής του μουσείου Παρατζάνοφ. |