Στους Αντρανίκ Χοβαγκιμιάν και Μάικ Τσιλιγκιριάν Ιούλιος- Οκτώβριος 2017, τεύχος 94
Τους ιστορικούς Βαχέ Ταστσιάν και ‘Ελκε Χάρτμαν-Ταστσιάν τους γνωρίσαμε από την επιστημονική δουλειά τους μέσω του προγράμματος Χουσαμαντιάν. Ένα επιμορφωτικό σωματείο το οποίο ιδρύθηκε στο Βερολίνο το 2010, με στόχο την έρευνα, την τεκμηρίωση και την ανάδειξη όλων των εκφάνσεων της ζωής των αρμενίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το επιστημονικό έργο του προγράμματος διακρίνεται για την αρτιότητα και την ευρύτητα των θεμάτων και παρουσιάζονται στον ιστότοπο houshamadyan.org σε τρείς γλώσσες, αρμενικά, αγγλικά και τουρκικά. Οι λαογραφικές, εθνοπολιτισμικές αναφορές και τα άρθρα του Χουσαμαντιάν συνοδεύονται με πλήθος φωτογραφιών, χαρτών και ηχητικών ντοκουμέντων που τεκμηριώνουν τα ιστορικά άρθρα. Το περιοδικό μας έχει ζητήσει αρκετές φόρες στο παρελθόν την βοήθεια του Χουσαμαντιάν ώστε να πλαισιώσει τα ιστορικά άρθρα με φωτογραφίες. Η ανταπόκρισή τους ήταν πάντα άμεση. Το καλοκαίρι το ζευγάρι των ιστορικών μαζί με τους δύο γιους του, βρέθηκε για τις καλοκαιρινές διακοπές τους στην Ελλάδα. Συναντηθήκαμε πολλές φορές μαζί τους, μιας και το πεδίο της έρευνάς τους, μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Μέσα από τις συζητήσεις μας ανακαλύψαμε δύο παθιασμένους επιστήμονες με μεγάλη αφοσίωση σε ένα έργο ζωής.
Πότε πρωτοεμφανίστηκε η ιδέα του Χουσαμαντιάν και με ποιο τρόπο ξεκινήσατε να την υλοποιείτε; Βαχέ: Η ιστορία των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρξε πάντα ένα πεδίο που δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς μέσα στο πλαίσιο της αρμενικής ιστοριογραφίας. Συχνά, όταν συζητούσαμε εγώ και η Έλκε με τους φίλους μας, διαπιστώναμε πως υπάρχουν πολλές μελέτες πάνω στη Γενοκτονία αλλά πολύ λίγα πράγματα για τη ζωή των Αρμενίων πριν από αυτή. Πώς ήταν η ζωή τους, με ποιες δουλειές ασχολούνταν, ποιες ήταν οι τοπικές συνήθειες και τα θρησκευτικά τους έθιμα; Από παλιά ενδιαφερόμασταν για αυτά τα ζητήματα και θέλαμε να γράψουμε και κάποια άρθρα, αλλά δεν βρίσκαμε πολλά σχετικά βιβλία. Θυμάμαι όταν παλαιότερα εργαζόμουν σε ένα Γερμανικό Ινστιτούτο, ένα από τα θέματα με τα οποία είχα ασχοληθεί ήταν το πώς οι αρμένιοι πρόσφυγες είχαν καταφέρει να διατηρήσουν τη μνήμη της καθημερινής ζωής, των παραδόσεων και των εθίμων από τις παλιές πατρίδες τους. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας συνέκρινα τους τρόπους με τους οποίους οι Αρμένιοι διατηρούν την ταυτότητά τους σε σχέση με τους αντίστοιχους τρόπους που χρησιμοποιούσαν οι Ευρωπαίοι μετά τον εκτοπισμό τους από την Αλγερία το 1962. Συνάντησα, λοιπόν, μια ιστοσελίδα που είχαν δημιουργήσει με πρόχειρο τρόπο, στην οποία έγραφαν διάφορες προσωπικές ιστορίες από τη ζωή τους στην Αλγερία. Μου φάνηκε λίγο συναισθηματικά φορτισμένη. Σαν να προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι αυτά τα χωριά είναι δικά τους και να χρησιμοποιούσαν τη μνήμη ως ένα μέσο που θα τους βοηθούσε κάποτε να επιστρέψουν. Όταν είδα την ιστοσελίδα αρχικά μου ήρθε η ιδέα να μιμηθώ αυτό το παράδειγμα, αλλά συγχρόνως κατάλαβα ότι ένα τέτοιο πνεύμα εκδικητικότητας δεν ήταν κάτι που έπρεπε να υιοθετήσω. Εμείς θελήσαμε να δημιουργήσουμε μια πιο επιστημονική ιστοσελίδα αλλά συγχρόνως και προσιτή στο κοινό. Κάπως έτσι μας ήρθε η ιδέα και αργότερα, όταν βρήκαμε και κάποιον χορηγό, ξεκινήσαμε.
Έλκε: Αυτή η εργασία είναι το προϊόν διαφόρων διαπιστώσεων, επιρροών και συναντήσεων. Μελετώντας την ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σαν φοιτήτρια, παρατήρησα πως υπάρχουν πολύ λίγες αναφορές πάνω στις δραστηριότητες και τη συνεισφορά των Αρμενίων. Συγχρόνως, έβλεπα ότι υπάρχουν πολλές αναμνήσεις, ιστορίες και τραγούδια, που ενώ κρατιούνται ζωντανά στη μνήμη των ανθρώπων, δεν είναι καταχωρημένα στην επίσημη ιστορία. Τότε ήταν που ένιωσα πως υπάρχει ένα μεγάλο κενό που πρέπει να καλυφθεί. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε με κάποιους άλλους ανθρώπους, που είχαν τις ίδιες απόψεις, σκεφτήκαμε πως πρέπει να βρούμε έναν τρόπο καταγραφής και διάσωσης όλων αυτών των ιστοριών. Ένας ακόμη παράγοντας που μάλλον επηρέασε την προσπάθειά μας υπήρξε και o δημόσιος διάλογος που έχει ξεκινήσει πριν λίγο καιρό στην Γερμανία πάνω στους τρόπους με τους οποίους μπορεί κανείς να διατηρήσει την ιστορική μνήμη. Πώς μπορούμε να παρακινήσουμε τους ανθρώπους, ώστε να συνειδητοποιήσουν τις ευθύνες που φέρουν σαν κοινωνία και να ενδιαφερθούν για την ιστορία; Πώς μπορούμε να κάνουμε την ιστορία πιο ελκυστική και πιο προσιτή στους νέους, που δεν την έχουν βιώσει άμεσα; Υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Εμείς εξετάσαμε, λοιπόν, κάποιες μεθόδους και υιοθετήσαμε αυτές που θεωρούμε καλύτερες και πιο κατάλληλες για εμάς.
Από ποιες πηγές αντλείτε το υλικό για τα θέματά σας; Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο και για τις εκδηλώσεις που πραγματοποιείτε τα τελευταία χρόνια σε διάφορα μέρη του κόσμου; Βαχέ: Όταν ξεκινούσαμε την προσπάθειά μας γνωρίζαμε ότι υπήρχαν ορισμένες πηγές από τις οποίες θα μπορούσαμε να αντλήσουμε πληροφορίες, και αυτές ήταν κυρίως τα αφιερωματικά βιβλία καταγραφής της ζωής των διαφόρων τόπων. Αυτά τα βιβλία υπολογίζονται σε μερικές εκατοντάδες και εμπεριέχουν πάρα πολλές ιστορίες και φωτογραφίες από τις πατρίδες των συγγραφέων τους. Συγχρόνως, βασιστήκαμε και σε κάποιες μεγάλες προσωπικές συλλογές φωτογραφιών όπως επίσης και στην αρμενική βιβλιοθήκη «Νουμπαριάν». Σιγά σιγά, όταν η ιστοσελίδα μας είχε γίνει αρκετά δημοφιλής, πολλοί ξεκίνησαν να επικοινωνούν μαζί μας και να στέλνουν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες αλλά και φωτογραφίες διαφόρων αντικειμένων που φυλούσαν στα σπίτια τους για δεκαετίες. Τότε ήταν που συνειδητοποιήσαμε ότι υπάρχουν πολλά κειμήλια που φυλάσσονται σε οικογενειακές συλλογές και προσπαθήσαμε να βρούμε κάποιους τρόπους καταγραφής και αξιοποίησής τους. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, να οργανώνουμε εκδηλώσεις σε διάφορα μέρη του κόσμου, όπου ενημερώναμε την τοπική κοινωνία για το έργο μας και την καλούσαμε να φέρει τα οικογενειακά κειμήλια που διαθέτει για να τα φωτογραφίσουμε και να τα δημοσιοποιήσουμε στο διαδίκτυο, μαζί με τις σχετικές πληροφορίες. Αυτές τις φωτογραφίες, λοιπόν, αρχίσαμε να τις καταχωρούμε σε μια νέα ενότητα που δημιουργήσαμε στην ιστοσελίδα μας υπό την ονομασία «open digital archive» (ανοιχτό ψηφιακό αρχείο).
Έλκε: Πάνω σε αυτά θέλω να προσθέσω το εξής. Πολλές φορές βλέπουμε ότι στην γενοκτονολογία στηρίζονται περισσότερο σε ξένες επίσημες πηγές, προκειμένου να τεκμηριώσουν τα ιστορικά γεγονότα. Αυτό που θέλαμε να κάνουμε εμείς από την αρχή του προγράμματός μας ήταν να στηρίξουμε την καταγραφή της ιστορίας μας πάνω σε όλες αυτές τις αρμενικές ιστορίες που έχουν αγνοηθεί έως σήμερα. Να συγκεντρώσουμε αυτά τα μικρά κομμάτια, να τα αξιολογήσουμε και να τα ενώσουμε έτσι ώστε μια μέρα να δημιουργηθεί (αν και είναι λίγο νωρίς να μιλάμε για κάτι τέτοιο) ένα παναρμενικό ψηφιακό αρχείο. Πολλές φορές, όταν δημοσιοποιούμε μια οικογενειακή ιστορία που μας έχει στείλει κάποιος, επικοινωνούν μαζί μας από άλλα μέρη του κόσμου για να μας πουν πως είναι και οι ίδιοι μέλη αυτής της οικογένειας και για να συμπληρώσουν κάποιες πτυχές της ιστορίας που ξέρουν από τους δικούς τους γονείς. Το ψηφιακό αρχείο γίνεται συχνά αφορμή για να ασχοληθούν και οι νεότεροι με αυτά τα θέματα, να ρωτήσουν τους παλιούς και να φέρουν στην επιφάνεια όλες αυτές τις ιστορίες που αλλιώς θα χάνονταν.
Πώς επαληθεύετε τη γνησιότητα αυτών των πληροφοριών; Υπάρχει κάποια μέθοδος που χρησιμοποιείτε; Έλκε. Όταν έχεις εναλλακτικές πηγές για μια ιστορία, τότε μπορείς να εξακριβώσεις κάποια πράγματα. Στην περίπτωση, όμως, που έχεις μόνο μία πηγή, τότε τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Μπορείς να διασταυρώσεις κάποια δεδομένα που εμπεριέχει με κάποια τεκμηριωμένα γεγονότα εκείνης της περιόδου, αλλά όχι όλη την ιστορία. Αυτό που κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να αξιολογούμε μια πληροφορία χρησιμοποιώντας κάποιες σύγχρονες μεθόδους της ιστορικής επιστήμης. Εξετάζουμε, δηλαδή, πότε έχει γραφτεί κάτι, από ποιον και κάτω από ποιες συνθήκες. Ποια είναι τα κίνητρα του συγγραφέα του και γιατί τα γράφει εκείνη τη στιγμή; Έχει κάποιο λόγο να διαστρεβλώσει την ιστορία που αφηγείται; Εμείς, σύμφωνα με αυτές τις μεθόδους, δεν αντιμετωπίζουμε ποτέ μια προσωπική μαρτυρία σαν το «αποδεικτικό στοιχείο» ενός γεγονότος, αλλά σαν μια σημαντική ιστορική πηγή που πρέπει να διαβαστεί με κριτική σκέψη και να αξιολογηθεί.
Με τι μέσα στηρίζετε την προσπάθειά σας; Έχετε υποστήριξη από κάποιο ίδρυμα ή κρατικό φορέα; Έλκε: Υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους μπορεί κανείς να χρηματοδοτήσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Όταν ο Βαχέ δούλευε, πριν από κάποια χρόνια, στη βιβλιοθήκη «Νουμπαριάν», ήρθε μια μέρα και μου είπε πως γνώρισε κάποιον κύριο με το όνομα Χρεσντακιάν, ο οποίος άκουσε για το πρόγραμμά μας και θα ήθελε να συνδράμει σε αυτό. Με αυτήν την χρηματοδότηση ξεκινήσαμε, και πολύ σύντομα βρήκαμε και την οικογένεια Καλαϊτζιάν, η οποία μας στηρίζει και αυτή από την αρχή του προγράμματος. Αυτές οι συνεισφορές δεν καλύπτουν όλα τα έξοδά μας, αλλά σίγουρα είναι πολύ σημαντικές. Οι Χρεσντακιάν μας έβαλαν έναν όρο. Μας είπαν πως θα προτιμούσαν να καταθέτουν τη χορηγία τους σε έναν εγγεγραμμένο οργανισμό. Αυτός ήταν και ο λόγος που ιδρύσαμε το επιμορφωτικό σωματείο Χουσαμαντιάν, με έδρα το Βερολίνο, που υπάγεται στο γερμανικό δίκαιο. Από τη στιγμή που ιδρύσαμε κάποιο νομικό πρόσωπο, αποκτήσαμε το δικαίωμα να λαμβάνουμε επιχορηγήσεις και από οργανισμούς, ιδρύματα και κρατικούς φορείς. Έως τώρα, βέβαια, δεν έχουμε καταφέρει να αποσπάσουμε κάποια κρατική επιχορήγηση, και έχουμε σταθεί κυρίως με ατομικές συνεισφορές και τη χρηματοδότηση του ιδρύματος «Γκιουλμπεκιάν», που είναι και ο μόνος ιδιωτικός φορέας που μας χρηματοδοτεί.
Μπορείτε να μας μιλήσετε λίγο και για τις παρουσιάσεις που πραγματοποιείτε στα σχολεία της διασποράς; Βαχέ: Το πρόγραμμα αυτό έχει σχέση με αυτό που έλεγα πιο πριν για τις οικογενειακές συλλογές και το «open digital archive». Είναι ένα πρόγραμμα που χρηματοδοτείται από το ίδρυμα «Γκιουλμπεκιάν» και στοχεύει στη συμμετοχή των μαθητών στις εργασίες του Χουσαμαντιάν. Όταν συμφωνήσουμε να συνεργαστούμε με ένα σχολείο, αυτό που κάνουμε εμείς είναι να καλέσουμε κάθε μαθητή να βρει ορισμένα θέματα από την οικογένειά του ή τον ευρύτερο περίγυρο, που να έχουν σχέση με τη ζωή των Αρμενίων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και να τα παρουσιάσει στο σχολείο όταν θα βρίσκετε εκεί κάποιος συνεργάτης μας. Τέτοια θέματα μπορεί να είναι για παράδειγμα μια παλιά φωτογραφία, ένα αντικείμενο, μια συνταγή, ένας χάρτης, ένα τραγούδι ή μια οικογενειακή ιστορία. Στη συνέχεια, εμείς τα φωτογραφίζουμε και τα παρουσιάζουμε στην ιστοσελίδα μας, μαζί με την ιστορία τους, το όνομα του μαθητή και της οικογένειας που τα διαθέτει. Στο μέλλον, σκεφτόμαστε να πραγματοποιήσουμε το ίδιο πρόγραμμα σε συνεργασία και με διάφορους άλλους φορείς, όπως για παράδειγμα αθλητικά σωματεία, πολιτιστικούς συλλόγους ή και οποιαδήποτε άλλη συλλογικότητα, εάν δούμε ότι υπάρχει ζήτηση και ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο.
Θέλετε να μας πείτε και λίγα λόγια για αυτό το πολύ μεγάλο μουσικό αρχείο που έχετε στα χέρια σας; Βαχέ: Με μεγάλη χαρά. Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του αρχείου προέρχεται από τη συλλογή του Μπεντρός Αλαχαϊντογιάν, ο οποίος υπήρξε φαρμακοποιός στο επάγγελμα, αλλά από πολύ παλιά ασχολείται συστηματικά με τη μελέτη της αρμενικής μουσικής. Κάποια στιγμή εγκαταστάθηκε στις Βρυξέλλες (τώρα κατοικεί στο Λος Άντζελες) και εκεί εργάστηκε στο αρμενικό πρόγραμμα του δημοσίου ραδιοφώνου των Βρυξελλών. Εκείνη την εποχή, δηλαδή τη δεκαετία του ’80, ξεκίνησε να ταξιδεύει σε όλη την Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Αρμενία και να συλλέγει τραγούδια από τους ζώντες πρόσφυγες. Επισκέφθηκε όλους αυτούς που ήξεραν κάποια τραγούδια από τις παλαιές πατρίδες τους, στα σπίτια τους και σε γηροκομεία, τους έβαλε να τα τραγουδήσουν και τα ηχογράφησε. Μιλάμε για μερικές χιλιάδες τραγούδια, και όλα αυτά είναι ηχογραφημένα σε παλαιές κασέτες. Σκοπός μας είναι κάποια στιγμή να ψηφιοποιήσουμε όλα αυτά τα αρχεία και να αναρτήσουμε όσα μπορούμε στην ιστοσελίδα μας, μαζί με τις σχετικές πληροφορίες.
Έλκε: Εκτός από αυτήν τη συλλογή, υπάρχουν και αρκετοί δίσκοι που σώζονται από τη δεκαετία του ’20 και του ’30 και παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Σε αυτούς τους δίσκους, που είναι γραμμένοι κυρίως στην Αμερική, ακούμε μεν τα τραγούδια που τραγουδούσαν στις παλαιές πατρίδες, αλλά συγχρόνως βλέπουμε και την επιρροή της τριβής που υπήρχε με τις μουσικές παραδόσεις κάποιων άλλων λαών. Είναι τραγούδια που έχουν έναν πολύ ιδιόμορφο χαρακτήρα που μπορεί να συγκριθεί με το ρεμπέτικο που υπάρχει στην Ελλάδα. Δηλαδή είναι γραμμένα από πρόσφυγες, είναι εμπνευσμένα από τη ζωή στη Μ. Ασία και στην εποχή τους θεωρούνταν τραγούδια κατώτερης ποιότητας και του περιθωρίου. Αυτά τα τραγούδια για πολλά χρόνια ήταν άγνωστα στο ευρύ κοινό και σώζονται κυρίως από τις προσωπικές συλλογές.
Πολλοί λένε ότι τους είναι πολύ πιο εύκολο να διαβάσουν μεγαλύτερα κείμενα όταν αυτά είναι τυπωμένα σε χαρτί. Έχετε σκεφτεί να τυπώσετε αυτά τα ψηφιακά αρχεία ή κάποιο μέρος τους σε βιβλίο; Βαχέ: Αρχικά, θέλω να πω πως το Χουσαμαντιάν έχει εκδώσει ήδη ένα βιβλίο που περιέχει εκατοντάδες φωτογραφίες πολύ καλής ποιότητας, και τώρα έχουμε σκοπό να εκδώσουμε και κάποια άλλα. Μια τόσο μεγάλη εργασία βέβαια δεν θα ήταν εύκολο να τυπωθεί εξ ολοκλήρου σε βιβλία. Η ψηφιακή έκδοση είναι πιο χρηστική και πιο προσιτή στη νέα γενιά, γιατί παρέχει παραπάνω δυνατότητες από την έντυπη. Μαζί με τις ιστορίες, μπορεί κανείς να ακούσει και τη μουσική ενός τόπου για παράδειγμα και να χρησιμοποιήσει διαδραστικούς χάρτες, πράγματα τα οποία δεν είναι δυνατά με το βιβλίο.
Έλκε: Η περισυλλογή αυτών των αρχείων είναι μια πολύ σημαντική εργασία, αλλά εξίσου σημαντική είναι και η εκμετάλλευσή τους. Υπάρχουν πολλά αρχεία σήμερα που είναι άγνωστα και ανενεργά. Η ψηφιοποίηση κατά κάποιο τρόπο κρατάει ζωντανά αυτά τα αρχεία, και μέσω του διαδικτύου τα καθιστά προσβάσιμα από όλα τα μέρη του κόσμου. Τα αρχεία του Χουσαμαντιάν χρησιμοποιούνται σήμερα από διαφόρων ειδών επαγγελματίες και ερευνητές, σεναριογράφους και συγγραφείς, οι οποίοι πολλές φορές επικοινωνούν μαζί μας για να ζητήσουν ιστορικές πληροφορίες και κατευθύνσεις. Υπάρχει και κάτι ακόμα που θα ήθελα να προσθέσω. Σήμερα γίνονται πολλές έρευνες στον τομέα των ψηφιακών ανθρωπιστικών επιστημών (digital humanities), πάνω στην τεχνική ανάπτυξη και στον τρόπο που θα γίνεται η χρήση αυτών των αρχείων στο μέλλον. Εμείς συνεργαζόμαστε με ειδικούς που ξέρουν πολλά πράγματα πάνω σε αυτά τα θέματα και θα προσπαθήσουμε να υιοθετήσουμε τις μεθόδους που είναι κατάλληλες και προσιτές για εμάς.
Η Δρ. Έλκε Χάρτμαν είναι κύρια ερευνήτρια του πανεπιστημίου Ludwig Maximilian του Μονάχου και ειδικεύεται στη Νεότερη Οθωμανική και την Αρμενική Ιστορία. Το 2016 δημοσίευσε τη διδακτορική της διατριβή πάνω στην Στρατολογία και τις κρατικές δομές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είναι συνιδρυτής του προγράμματος Χουσαμαντιάν, και από το 2016 διευθύντρια του τμήματος Σύγχρονων Αρμενικών Σπουδών στο Καθολικό Πανεπιστήμιο Peter Pazmany της Βουδαπέστης. Την περίοδο 2017-2018 διδάσκει σαν επισκέπτρια καθηγήτρια στο πρόγραμμα πολιτιστικών σπουδών της Μέσης Ανατολής του πανεπιστημίου της Βαμβέργης.
Ο Δρ. Βαχέ Ταστσιάν είναι γεννημένος στο Λίβανο. Έλαβε το διδακτορικό του πτυχίο από την Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales (Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών) του Παρισιού. Πεδία ενδιαφέροντός του αποτελούν τα εξής: Η περίοδος γαλλικής κυριαρχίας της Συρίας, του Λιβάνου και της Κιλικίας, Οι Αρμένιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα μεταναστευτικά θέματα της Μέσης Ανατολής. Είναι συγγραφέας και συντάκτης πολυάριθμων εκδόσεων και εργασιών. Αυτήν την περίοδο εργάζεται σαν αρχισυντάκτης του προγράμματος Χουσαμαντιάν στο Βερολίνο.
|