Ο πρέσβης, επί τιμή, Λεωνίδας Χρυσανθόπουλος υπήρξε ο πρώτος έλληνας πρέσβης στην Αρμενία το 1993. Διετέλεσε επίσης πρέσβης στην Πολωνία το 1996 και στον Καναδά το 2000. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στη μόνιμη αντιπροσωπεία της Ελλάδος στον ΟΗΕ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 2006 εξελέγη, από τα 12 κράτη μέλη του Οργανισμού Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου (ΟΣΕΠ), ως γενικός γραμματέας του Οργανισμού και επανεξελέγη στη θέση αυτή το 2009. Έχει γράψει το βιβλίο «Το χρονικό του Καυκάσου» στα Αγγλικά, με τις εμπειρίες του στην Αρμενία, που μεταφράστηκε στα Ελληνικά και στα Γερμανικά. Θα ήταν ευχής έργον να μεταφραστεί κάποτε και στα αρμενικά.
Στον Σαρκίς Αγαμπατιάν Νοέμβριος 2017- Ιανουάριος 2018, τεύχος 95
Ως πρώτος Έλληνας πρέσβης στη νεοσύστατη Δημοκρατία της Αρμενίας, μιλήστε μας για τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε εκείνα τα χρόνια. Οι δυσκολίες που είχα να αντιμετωπίσω το 1993, αφορούσαν κυρίως το άνοιγμα της Πρεσβείας και ήταν πρωτίστως τεχνικής φύσεως. Η μεταφορά βασικού εξοπλισμού της Πρεσβείας στο Γερεβάν υπήρξε δύσκολη επιχείρηση αλλά ευτυχώς με βοήθησε ο Αγκόπ Μικιρντιτσιάν που μετέφερε το υλικό από το Υπουργείο Εξωτερικών στο Γερεβάν με πτήση τσάρτερ. Εγκατασταθήκαμε στο ξενοδοχείο Χραζντάν που ήταν δίπλα στην κατοικία του Προέδρου και άλλων υπουργών, είχε ηλεκτρικό ρεύμα μια ή δυο ώρες την ημέρα και επέτρεπε στο εξ Ελλάδος προσωπικό μου, να διαμένει στα γραφεία του. Εκεί ήταν και οι Πρεσβείες της Γαλλίας, Γερμανίας και η αντιπροσωπεία του ΟΗΕ. Άλλο πρόβλημα υπήρξε η έλλειψη τραπεζικού συστήματος, η οποία μας υποχρέωνε να μεταφέρουμε και να έχουμε χρήματα τοις μετρητοίς για να καλύπτουμε τις δαπάνες της Πρεσβείας. Προβληματική ήταν και η τηλεφωνική επικοινωνία με το εξωτερικό που γινόταν μόνο μέσω δορυφόρου και ήταν πολυδάπανη. Ουσιαστική δυκολία ήταν και η έλλειψη απευθείας αεροπορικής γραμμής Γερεβάν-Αθήνας που αποτελούσε εμπόδιο στην ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων μεταξύ των δύο Κρατών γιατί δεν έβλεπα πολλούς Έλληνες επιχειρηματίες να θέλουν να κάνουν το περιπετειώδες τότε ταξίδι μέσω Μόσχας για να φτάσουν στο Γερεβάν. Κατέβαλα πολλές προσπάθειες οι οποίες απέδωσαν μετά την αναχώρηση μου. Οι σχέσεις μου με όλα τα μέλη της αρμενικής κυβέρνησης υπήρξαν άριστες και στη διάρκεια της θητείας μου. Εκεί τέθηκαν οι βάσεις μιας ουσιαστικής συνεργασίας Ελλάδος-Αρμενίας σε όλους τους τομείς. Μερικές φορές έπρεπε να καταβάλω ιδιαίτερη προσπάθεια για να απεγκλωβίσω ορισμένους υπουργούς απο τον γραφειοκρατικό τρόπο σκέπτεσθαι της Σοβιετικής Ένωσης. Θυμάμαι τη συζήτηση που είχα με τον μακαρίτη υπουργό άμυνας Βασκέν Σαρκισιάν ο οποίος μου είπε ότι είχε απόλυτη ανάγκη να εκπαιδεύσει άμεσα αρμένιους αξιωματικούς στην Ελλάδα για να σταλούν στο μέτωπο του Αρτσάχ, αλλά χωρίς γραπτή συμφωνία μεταξύ των δυο Υπουργών Άμυνας δεν θα μπορούσε να γίνει τίποτα. Του είπα να μου δώσει τα ονόματα των αξιωματικών που θα πάνε στην Ελλάδα και ότι θα το ρύθμιζα αμέσως. Η συμφωνία με τον Έλληνα ομόλογό του θα μπορούσε να υπογραφεί αργότερα. Του ήταν αδύνατο να πιστέψει ότι μπορούσε να υλοποιηθεί το αίτημά του χωρίς την ύπαρξη υπογεγραμμένης συμφωνίας. Στείλαμε τις επόμενες μέρες 15 αξιωματικούς, οι οποίοι επέστρεψαν μετά από δύο μήνες και στάλθηκαν στο μέτωπο του Αρτσάχ όπου διέπρεψαν. Έμαθαν επίσης καλά ελληνικά. Θυμάμαι στη δεξίωση για την εθνική εορτή στην Πρεσβεία της Αρμενίας στην Οττάβα, με πλησίασε ένας αξιωματικός και μου είπε σε άπταιστα Ελληνικά ότι τον είχα στείλει στην Ελλάδα τότε.
Πώς είναι σήμερα το επίπεδο των διπλωματικών σχέσεων Ελλάδος και Αρμενίας; Οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών αναπτύχθηκαν σταθερά και είναι σήμερα άριστες. Έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στην οικονομική συνεργασία με ελληνικές επενδύσεις που έγιναν στην Αρμενία (αν και ορισμένες δεν κράτησαν πολύ). Η πολιτική συνεργασία είναι άριστη με ανταλλαγές επισκέψεων των Προέδρων των δύο κρατών και υπουργικών αντιπροσωπειών. Αυτό όμως που είναι υπέροχο είναι η σιδηρά φιλία μεταξύ των δύο λαών που συνεργάστηκαν σε πολλά μέρη του κόσμου για την αντιμετώπιση κοινών εχθρών, όπως περιγράφει και αποκαλύπτει ο Καθηγητης Ιωάννης Χασιώτης στο βιβλίο του «Αρμένιοι και Έλληνες στις Μεγάλες Κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος».
Περιγράψτε μας το θρίλερ με την πτήση από Μόσχα στο Γερεβάν που αναφέρετε στο βιβλίο σας το «Χρονικό του Καυκάσου». Ήταν πράγματι η πιο περιπετειώδης πτήση που έχω κάνει μέχρι σήμερα. Ταξίδευα από τη Μόσχα στο Γερεβάν και καθόμουν δίπλα στον πιλότο διότι δεν υπήρχε θέση στον χώρο των επιβατών. Ενώ πετούσαμε πάνω από τη Γεωργία, έρχεται μήνυμα από τη Μόσχα ότι όλα τα αεροδρόμια του Καυκάσου είχαν κλείσει λόγω χιονοθύελλας. Τον είδα ανήσυχο και του είπα να πάμε στο Σότσι που σπάνια βλέπει χιόνι. Μου απάντησε ότι δεν είχε αρκετά καύσιμα για το Σότσι και αφού σκέφτηκε με τη βοήθεια λίγης βότκας που είχε μαζί του, μου είπε: «κ. Πρέσβη θα προσγειωθώ στο Γερεβάν όπου μπορώ να προσγειωθώ ακόμα και με κλειστά τα μάτια μου». Όπως και έκανε. Πέταξε πολύ χαμηλά πάνω από το Γερεβάν, εντόπισε το Προεδρικό Μέγαρο που φωτιζόταν επί 24ώρου βάσεως και από εκεί ακολούθησε νοητά τον δρόμο για αυτοκίνητα που πήγαινε στο αεροδρόμιο. Το χιόνι πυκνό και η ορατότητα ήταν σχεδόν στο μηδέν, όταν μου είπε: «Ο διάδρομος προσγείωσης πρέπει να είναι περίπου εδώ». Δεν έβλεπα τίποτα. Τη στιγμή εκείνη ολόκληρη η ζωή μου ξετυλίχθηκε μπροστά μου. Προετοιμάστηκα για τα χειρότερα, έσφιξα τη ζώνη ασφαλείας που ευτυχώς υπήρχε και έκλεισα τα μάτια μου. Ξαφνικά άκουσα τον μαλακό γδούπο των τροχών του αεροσκάφους καθώς άγγιξαν τον χιονισμένο διάδρομο προσγείωσης. Ο έμπειρος εκείνος πιλότος είχε πραγματοποιήσει μια τυφλή προσγείωση επιτυχώς. Αφού αγκαλιαστήκαμε από τη χαρά μας με μια κίνηση άδειασα ό,τι είχε απομείνει από τη βότκα. Τότε καταλάβαμε ότι είχαμε ένα άλλο πρόβλημα. Το αεροδρόμιο όχι μόνο ήταν κλειστό, αλλά και εγκαταλελειμμένο. Κανείς δεν ήξερε ότι είχαμε φτάσει και δεν υπήρχε τρόπος αποβίβασης απο το αεροπλάνο. Κι εδώ πάλι σταθήκαμε τυχεροί. Μετά από μια ώρα και αφού έσπασαν την κλειδαριά στην πόρτα του διαδρόμου προσγειώσης, ήρθε το προσωπικό της Πρεσβείας και μας έσωσε. Όταν την επομένη παραπονέθηκα στον Υπουργό Εξωτερικών Παπαζιάν πώς αφήνουν το μοναδικό τους αεροδρόμιο αφύλαχτο, μια και είναι 10 χλμ. από τα τουρκικά σύνορα, μου έδωσε την εξής σωστή απάντηση: «Κύριε Πρέσβη, κάτω υπό τέτοιες ακραίες καιρικές συνθήκες, μόνο ένας Αρμένιος πιλότος μπορεί να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Γερεβάν».
Αληθεύει η πληροφορία ότι κάποια εποχή η Τουρκία είχε την πρόθεση να εισβάλει στην Αρμενία; Οι ενδείξεις ήταν πολύ ισχυρές ότι η Τουρκία σκεφτόταν να κάνει στρατιωτικές χειρουργικές επεμβάσεις στην Αρμενία και στην Απχαζία, επωφελούμενη από τα γεγονότα της Μόσχας στις 4 Οκτωβρίου του 1993. Ήταν τότε που ο Ρουσλάν Χασμπουλάτοφ, Πρόεδρος της Ρωσικής Δούμας και ο αντιπρόεδρος Αλέξανδρος Ρουτσκόι και βουλευτές που ήταν εναντίον του Μπορίς Γέλτσιν, κατέλαβαν το κτίριο του κοινοβουλίου στη Μόσχα και ζήτησαν την παραίτησή του. Επιβλήθηκαν έκτακτα μέτρα ασφαλείας στη Μόσχα, καθώς άρματα μάχης περικύκλωσαν το κοινοβούλιο. Στις 4 Οκτωβρίου τα άρματα πυροβόλησαν το κοινοβούλιο και ο στρατός το κατέλαβε. Σκοτώθηκαν 187 άνθρωποι και οι πραξικοπηματίες συνελήφθησαν. Στη συνάντηση που είχα με τον Πρόεδρο της Αρμενίας Τερ-Πετροσιάν στις 5 Οκτωβρίου, μου είπε ότι από την πρώτη στιγμή δήλωσε τηλεφωνικά την ανεπιφύλακτη υποστήριξή του προς τον Γέλτσιν και συνεκάλεσε το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας που έλαβε έκτακτα μέτρα, θέτοντας τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας σε κατάσταση υψίστης επιφυλακής, για να προστατεύσουν την Αρμενία κατά ενδεχόμενης επίθεσης από την Τουρκία σε περίπτωση που οι δέκα χιλιάδες Ρώσοι στρατιώτες που φρουρούν τα αρμενο-τουρκικά σύνορα αποχωρούσαν. Ο Τερ-Πετροσιάν ήταν πεπεισμένος, από πληροφορίες που είχε, ότι η Τουρκία θα προσπαθουσε να εκμεταλλευθεί τα γεγονότα στη Μόσχα για να χτυπήσει την Αρμενία στρατιωτικά χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα είτε το Κουρδικό είτε την προστασία του θύλακος του Ναχιτσεβάν. Η Γαλλίδα συνάδελφός μου, μού είπε στις 11 Οκτωβρίου ότι σύμφωνα με τις γαλλικές υπηρεσίες πληροφοριών, υπήρξε συμφωνία μεταξύ του Χασμπουλάτοφ και της Πρωθυπουργού Τσιλέρ, η οποία γνώριζε εκ των προτέρων τα σχέδια των πραξικοπηματιών, ότι σε περίπτωση που επικρατούσαν και αναγνώριζε η Άγκυρα το νέο καθεστώς, θα επέτρεπε στην Τουρκία να πραγματοποιήσει περιορισμένης εκτάσεως διείσδυση στην Αρμενία με πρόσχημα το Κουρδικό και στη Γεωργία για την διασφάλιση της Απχαζίας. Η διείσδυση στην Αρμενία θα γινόταν αμέσως μετά την απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων. Ο δε υπουργός Άμυνας, Βασκέν Σαρκισιάν μού είπε στις 12 Οκτωβρίου ότι οι Τούρκοι από τον προηγούμενο μήνα είχαν αυξήσει την στρατιωτική τους δύναμη στο Ναχιτσεβάν και στα σύνορα μεταξύ των δύο κρατών. Αργότερα όταν ήμουν Γενικός Γραμματέας του ΟΣΕΠ στην Κωνσταντινούπολη, ρωτούσα διακριτικά Τούρκους συναδέλφους για το θέμα αυτό, αλλά είτε μου έλεγαν ότι δεν θυμούνται είτε ότι με την τρελή Τσιλέρ τα πάντα μπορούσαν να συμβούν.
Πώς βλέπετε το μέλλον του Συλλόγου Ελληνο-Αρμενικής Φιλίας; Ο Σύνδεσμος Φιλίας Ελλάδος-Αρμενίας είναι ένας χρήσιμος θεσμός με τον οποίο προβάλλεται η Αρμενία στην Ελλάδα και όχι μόνο. Επί πλέον σε απευκταίες στιγμές κρίσεως στην Αρμενία (π.χ. ένοπλη σύρραξη με Αζερμπαϊτζάν) ο Σύνδεσμος μαζί με την αρμενική κοινότητα μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό ρόλο στην κινητοποίηση του ελληνικού λαού υπέρ της Αρμενίας. Μέχρι στιγμής οι δύο μεγάλες εκδηλώσεις που έκανε ο σύλλογος για το Αρτσάχ και για τα 25 χρόνια των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών στέφθηκαν με επιτυχία. Χρειάζεται τέλος μεγαλύτερη επικοινωνία του συλλόγου με τα ΜΜΕ και ίσως εκεί το περιοδικό σας θα μπορούσε να βοηθήσει.
|