Καππαδόκες, Αρμένιοι και Έλληνες στην ανατολική Βυζαντινή Μικρά Ασία: μια εθνολογική προσέγγιση
Οκτώβριος- Δεκέμβριος 2015, τεύχος 87
Κατά τον 4ο αι. π.Χ., πριν τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Μικρά Ασία ήταν μία πολυφυλετική περιοχή κατοικημένη από αρκετούς λαούς με διαφορετική καταγωγή. Η Ιωνία, η Αιολίδα, η Δωρίδα, η Τρωάδα και οι ακτές της Παμφυλίας και της Κιλικίας είχαν ελληνικό πληθυσμό. Οι Καππαδόκες της καθαυτό Καππαδοκίας και του δυτικού Πόντου μιλούσαν διάφορες «υβριδικές» φρυγικές, ιρανικές, λουβικές, χουρριτικές-ουραρτικές και παλαιοκαυκάσιες διαλέκτους, όπως και οι γειτονικοί τους Αρμένιοι, αλλά ο μικτός ιρανοφρυγικός χαρακτήρας με ένα προβάδισμα του φρυγικού στοιχείου, έτεινε να επικρατήσει και στους δύο αναφερόμενους λαούς. Έως τον 11ο αι., η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της Μικράς Ασίας μιλούσε την ελληνική γλώσσα ενώ οι περισσότεροι ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα και θεωρούσαν εαυτούς Έλληνες. Ωστόσο η ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα, κυρίως η καθαυτό Καππαδοκία, η Ισαυρία και η εσωτερική Τραχεία Κιλικία, εξελληνίσθηκαν μόνο μερικώς κατά την Υστερορωμαϊκή και την Πρωτοβυζαντινή περίοδο. Κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο, σε αυτή την περιοχή η ελληνική γλώσσα ήταν πιθανώς η πιο διαδεδομένη, αλλά συνυπήρχε με άλλες. Το σημαντικότερο στοιχείο είναι πως μόνο ένα μέρος του πληθυσμού της είχε ελληνική συνείδηση και ακολουθούσε την ορθόδοξη πίστη. Οι υπόλοιποι κάτοικοι της δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες και πολλοί ακολουθούσαν αιρετικά δόγματα βασιζόμενα στον Μοντανισμό, στον Μανιχαϊσμό, στον Μεσσαλιανισμό, στον Καθαριανισμό και αργότερα στον Παυλικιανισμό και άλλες παρεμφερείς διδασκαλίες. Επιπρόσθετα, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες των 8ου-11ου μΧ εγκατέστησαν στην ίδια περιοχή πολυάριθμους αρμενικούς πληθυσμούς, καθώς και συριακούς (αραμαϊκούς), κοπτικούς (Αιγυπτίους χριστιανούς), κουρδικούς, αραβικούς κ.ά., οι οποίοι δεν ήταν ορθόδοξοι και ελληνόφωνοι. Παρά τη συντριπτική βυζαντινή στρατιωτική υπερίσχυση επί των Παυλικιανών οι οποίοι είχαν συνταράξει με τη δράση τους την ανατολική Μικρά Ασία, φαίνεται πως μεγάλα τμήματα της Καππαδοκίας, Λυκαονίας, Ισαυρίας και Κιλικίας συνέχισαν να κατοικούνται από αιρετικούς ή κρυπτοαιρετικούς πληθυσμούς έως την τουρκική εισβολή του 11ου αι. Τον 11ο αι., οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να επιβάλουν σε αυτούς το ορθόδοξο δόγμα της συνόδου της Χαλκηδόνος, προκαλώντας τη μήνη τους και ωθώντας τους στη συνεργασία με τους Σελτζούκους. Η γλωσσολογία μας παρέχει σημαντικά στοιχεία σχετικά με την πυκνότητα των αναφερόμενων μη-ελληνικών (και κυρίως μη-ορθοδόξων) πληθυσμών στην ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα. Η αρμενική γλώσσα ομιλείτο ευρέως στην περιοχή, παράλληλα με την επικρατούσα ελληνική. Στα βυζαντινά εδάφη ανατολικά του ποταμού Ευφράτη (τα οποία δεν ανήκουν γεωγραφικά στη Μικρά Ασία) επικρατούσε η αρμενική, η κουρδική και η λαζική γλώσσα, των οποίων οι φορείς ήταν γηγενείς. Εντούτοις, οι μελετητές αποδίδουν συχνά τη χρήση της αρμενικής γλώσσας στην Καππαδοκία και σε άλλες περιοχές δυτικά του Ευφράτη, στις προαναφερόμενες μετεγκαταστάσεις Αρμενίων των 8ου-11ου αι. Παρότι οι εν λόγω εγκαταστάσεις ήταν πράγματι πυκνές και ενίσχυσαν σημαντικά την αρμενική παρουσία στην ανατολική μικρασιατική ενδοχώρα, θεωρούμε ότι η «αρμενική» γλώσσα η οποία ομιλείτο εκεί, είχε ως φορείς τους γηγενείς Καππαδόκες (αντίθετα, οι αρμενόφωνοι της Κιλικίας και του Πόντου ήταν επήλυδες, ξενόφερτοι δηλαδή, από την Αρμενία). Μερικές φρυγικές φυλές, χρησιμοποιώντας τη Φρυγία σαν ορμητήριο, κατέκτησαν το μεγαλύτερο μέρος της Καππαδοκίας εμφυτεύοντας σε αυτήν τη φρυγική γλώσσα τους. Ανάμεσα τους βρίσκονταν και οι Μούσκοι (Mushki) των Ασσυριακών πηγών. Οι Πρωτο-Αρμένιοι ήταν άλλος φρυγικός κλάδος ο οποίος εγκαταστάθηκε πέρα από την Καππαδοκία, στα ανατολικά του Ευφράτη, και αποτέλεσε τη βάση του σύγχρονου αρμενικού έθνους. Οι Πέρσες και οι άλλοι Ιρανοί αποκαλούσαν «Αρμίνα» την Αρμενία και τους Αρμένιους, το οποίο όνομα θεωρείται ότι ανήκε στους εισβάλλοντες Φρύγες (μερικοί μελετητές θεωρούν ότι οι εν λόγω Φρύγες ήταν οι Μούσκοι). Ωστόσο οι σύγχρονοι Αρμένιοι χρησιμοποιούν το εθνωνύμιο «Χαγέρ» (Hayer) του προαρμενικού πληθυσμού, δηλαδή των Ουραρντού και Χουρριτών κατοίκων της χώρας Άζζι-Χαγιάσα (Azzi-Hayassa) των χιττιτικών αρχείων. Το σύγχρονο εθνωνύμιο τους υποδεικνύει ότι ο προφρυγικός πληθυσμός διατήρησε σημαντικό ρόλο στο νέο έθνος που δημιουργήθηκε και δεν υποτάχθηκε στους νεοφερμένους Φρύγες αλλά πιθανώς ενώθηκε μαζί τους μετά από συμβιβασμό. Παρότι οι παλαϊκές, χιττιτικές, ουραρτικές και χουρριτικές διάλεκτοι των προ-φρυγικών γηγενών της Καππαδοκίας και της Αρμενίας επιβίωσαν για αρκετούς αιώνες, η νεοφερμένη φρυγική επικράτησε στις δύο χώρες – δείγμα της ζωτικότητας των μάλλον ολιγάριθμων Φρυγών. Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης ήταν η στενή συγγένεια των γλωσσών των καθαυτό Φρυγών (της Μεγάλης Φρυγίας), των Καππαδόκων και των Αρμενίων της Ρωμαϊκής Περιόδου. Ωστόσο, στις χώρες των δύο τελευταίων ένα ισχυρό ιρανικό στοιχείο είχε παρεισφρύσει λίγο μετά τους Φρύγες και κατά τη διάρκεια της αχαιμενιδικής κυριαρχίας, λόγω της εγκατάστασης πολλών Σκυθών, Σακών, Περσών, Μήδων, Ματιηνών, Σαγαρτίων και άλλων Ιρανών. Το ιρανικό στοιχείο αναμείχθηκε με το φρυγικό, με αποτέλεσμα οι ιστορικοί Καππαδόκες και Αρμένιοι να αποκτήσουν έναν μικτό ιρανοφρυγικό χαρακτήρα στη γλώσσα και τον πολιτισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως λόγω της έντονης αρχαίας ιρανικής παρουσίας στην Αρμενία, οι παλαιότεροι εθνολόγοι των 19ου-20ου αιώνων είχαν θεωρήσει τους αρχαίους Αρμενίους ως Ιρανούς, πριν εξακριβωθεί τελικά ότι επρόκειτο για φρυγικό λαό ο οποίος δέχθηκε ισχυρή ιρανική επίδραση. Ωστόσο η φρυγική προέλευση των πρωτο-Αρμενίων δεν είναι σήμερα γενικά αποδεκτή από τους επιστημονικούς κύκλους, αντίθετα υπάρχουν πολλές αντιρρήσεις. Μερικοί συνεχίζουν να τους θεωρούν πρωτο-Ιρανούς ενώ πολλοί θεωρούν ότι πρόκειται για ιδιαίτερο Ινδοευρωπαϊκό κλάδο. Ομοίως οι Καππαδόκες έχουν θεωρηθεί Ιρανοί από μερικούς μελετητές, ενώ και το τοπωνύμιο «Καππαδοκία» θεωρείται ιρανικό. Λόγω της ιρανικής επίδρασης, η καππαδοκική και η αρμενική γλώσσα διαχωριστήκαν σε σημαντικό βαθμό από τη «γνήσια» φρυγική της Φρυγίας, Πισιδίας και Λυκαονίας. Εντούτοις διατήρησαν τη στενή σχέση μεταξύ τους αποτελώντας ενδεχομένως απλές διαλέκτους μιας κοινής καππαδοκικής-αρμενικής γλώσσας. Η βάση της τελευταίας ήταν η αρχαία φρυγική αλλά τα ιρανικά στοιχεία ήταν πολλά, κυρίως στο λεξιλόγιο. Η ελληνική γλωσσική και πολιτισμική επιρροή έφθασε στην Καππαδοκία και την Αρμενία κυρίως με τον εκχριστιανισμό των λαών τους (πρώτοι μεταχριστιανικοί αιώνες). Η Καππαδοκία είχε δεχθεί έντονη ελληνική επίδραση νωρίτερα, κατά την Ελληνιστική Περίοδο, αλλά ο εξελληνισμός της υπήρξε επιφανειακός και αφορούσε κυρίως ένα μέρος της αριστοκρατίας της. Ωστόσο, είχε προετοιμασθεί το πρόσφορο έδαφος για τον εξελληνισμό πολλών Καππαδόκων κατά τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και κατά τη Βυζαντινή Περίοδο. Από την άλλη πλευρά, πολλοί Καππαδόκες διατήρησαν τη μητρική τους γλώσσα παρότι εκχριστιανίσθηκαν, πιθανώς επηρεαζόμενοι από τους Αρμένιους συγγενείς τους. Οι Αρμένιοι εκχριστιανίσθηκαν χωρίς να εξελληνισθούν ποτέ. Μάλιστα η απόρριψη της συνόδου του 453 μΧ από την αρμενική εκκλησία, μπορεί να θεωρηθεί κάλλιστα ως εθνική εκδήλωση της αρμενικής εθνικής ταυτότητας έναντι της Ελληνικής Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Επίσης η αίρεση του Παυλικιανισμού στηρίχθηκε κυρίως σε Αρμένιους, Καππαδόκες και Αραμαίους (Σύριους) πιστούς. Με την πάροδο των αιώνων, το εθνωνύμιο «Καππαδόκης» κατέληξε να σημαίνει κυρίως τον ελληνόφωνο ορθόδοξο χριστιανό της Καππαδοκίας και όχι τον κάτοικο της χώρας που μιλούσε την ιθαγενή γλώσσα, δείγμα ότι οι περισσότεροι Καππαδόκες είχαν εξελληνισθεί και ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα, τουλάχιστον επιφανειακά. Αυτό συνέβη όχι τόσο με τη δημογραφική αύξηση των τελευταίων, αλλά λόγω της μείωσης του άλλου εθνικού στοιχείου της Καππαδοκίας το οποίο υπέστη μεγάλες απώλειες από τους γνωστούς εκτοπισμούς και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Βυζαντινού Στρατού σε βάρος διαφόρων αιρετικών, κυρίως των Παυλικιανών. Η παρουσία τους στην Καππαδοκία συνιστούσε απειλή για την αυτοκρατορία επειδή δεν δίσταζαν να έλθουν σε συνεννόηση με τους μουσουλμάνους της άλλης πλευράς των συνόρων. Ωστόσο, οι μη-ελληνόφωνοι Καππαδόκες παρέμεναν μεγάλο τμήμα του πληθυσμού της περιοχής και έπρεπε να επιλέξουν νέα εθνική ταυτότητα, αφού όπως είδαμε η καππαδοκική ταυτότητα δεν υπήρχε πλέον με την αρχαία της έννοια. Έτσι, άρχισαν να ταυτίζονται με τους Αρμένιους με τους οποίους όπως είδαμε μιλούσαν μια συγγενική γλώσσα. Αυτή η ταύτιση επιτάθηκε με την εγκατάσταση κατά τη Βυζαντινή περίοδο πολυάριθμων Αρμένιων στη χώρα τους. Με αυτόν τον τρόπο, έως τη Μεσοβυζαντινή Περίοδο ο αρχαίος καππαδοκικός πληθυσμός διαχωρίστηκε σε «Έλληνες» οι οποίοι ακολουθούσαν κυρίως το ορθόδοξο δόγμα της Κωνσταντινούπολης, και σε «Αρμένιους» οι οποίοι είχαν τάσεις θρησκευτικής, πολιτισμικής και πολιτικής ανεξαρτησίας από την Κωνσταντινούπολη. Μπορεί να εκτιμηθεί ότι οι πρώτοι πλειοψηφούσαν σχεδόν σε όλα τα αστικά κέντρα (Καισάρεια, Σεβάστεια, Ευχαϊτα, Αμάσεια, Κολωνεία, Ναζιανζος, Νυσσα, Σεβαστόπολις κ.ά.) ενώ οι δεύτεροι πλειοψηφούσαν στην ανατολική καππαδοκική ενδοχώρα, από τα συγκεκριμένα κέντρα έως τον Ευφρατη. Αυτός ο διαχωρισμός των πληθυσμών της περιοχής συνεχίσθηκε και κατά την Τουρκοκρατία. Παρότι μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξισλαμίσθηκε, η ελληνική ορθόδοξη κοινότητα της Καππαδοκίας παρέμεινε σημαντική αριθμητικά και συμπαγής έως τις αρχές του 20ου αι., παρότι πολλά μέλη της μιλούσαν πλέον την τουρκική γλώσσα. Παράλληλα η Καππαδοκία διατηρούσε έως την ίδια εποχή σημαντική αρμενική κοινότητα, η οποία ενισχυόταν με αφίξεις από τη μητροπολιτική Αρμενία και την Κιλικία, και είναι ελκυστικό να υποθέσουμε ότι αρκετοί από τους «Αρμένιους» της κατάγονταν από όσους αρχαίους Καππαδόκες δεν υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα. Οι Έλληνες και οι Αρμένιοι της Καππαδοκίας διατήρησαν με πείσμα την εθνική ταυτότητά τους και τη χριστιανική θρησκεία τους, παρότι η χώρα υπήρξε η πρώτη μικρασιατική περιοχή που βρέθηκε υπό τουρκική κυριαρχία. Σε αυτό το επίτευγμα βοηθήθηκαν από τα ακόλουθα πλεονεκτήματα. Πρώτον, η ταχεία τουρκική κατάκτηση της Καππαδοκίας εξασφάλισε τη σχετική ηρεμία της. Δεύτερον, οι Σελτζούκοι και οι Καραμάνιοι (Κούρδοι της Καππαδοκίας) σουλτάνοι ήταν γενικά ανεκτικοί με τους τοπικούς χριστιανούς. Τρίτον, οι άγριες τουρκομανικές φυλές χρησιμοποιούσαν την περιοχή συνήθως μόνο για τη διάβαση τους προς τη δυτική Μικρά Ασία, η οποία ήταν πλουσιότερη από την ανατολική και υπέφερε περισσότερο από τις επιδρομές τους οι οποίες απέβλεπαν στην αρπαγή αγαθών και ανθρώπων. Ωστόσο, οι Καππαδόκες χριστιανοί έγιναν στόχος διωγμών του ύστερου σουλτανικού καθεστώτος και των Νεοτούρκων, υφιστάμενοι σφαγές, εξοντωτικούς εκτοπισμούς και άλλες αγριότητες. Το 1923, οι επιζώντες Έλληνες της Καππαδοκίας κατέφυγαν στο Ελληνικό Κράτος κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών με την Τουρκία, ενώ λίγοι από τους Αρμενίους της Καππαδοκίας είχαν προλάβει να διασωθούν από τη Γενοκτονία του λαού τους, βρίσκοντας καταφύγιο στη ρωσική επικράτεια. Κατέφυγαν κυρίως στην Αρμενία του Καυκάσου (σύγχρονη Αρμενία). Τέλος, όσον αφορά τους μη-ελληνικούς και μη-αρμενικούς πληθυσμούς της ανατολικής Μικράς Ασίας, θα επισημάνουμε την επιβίωση έως τη Μεσοβυζαντινή περίοδο λουβιόφωνων στην Ισαυρία και την ορεινή Κιλικία (οι οποίοι τελικά εξελληνίσθηκαν) και την επιβίωση έως σήμερα καρθβελικών/παλαιοκαυκάσιων (κυρίως Λαζών) στον ανατολικό Πόντο. Αρκετοί από τους κατοίκους της ανατολικής μικρασιατικής ενδοχώρας είχαν τάσεις ανεξάρτητης πορείας από το Βυζάντιο, οφειλόμενες στις εθνολογικές και θρησκευτικές καταβολές τους. Όταν η Αυτοκρατορία παρήκμασε και τους υπέβαλε σε υπέρμετρη φορολόγηση προκειμένου να καλύψει τις πιεστικές ανάγκες της, θεώρησαν πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους κρατάει συνδεδεμένους με αυτήν. Είναι γνωστό ότι τον 11ο αιώνα πολλοί είδαν τους Σελτζούκους ως ελευθερωτές. Ο προσεταιρισμός των αναφερόμενων πληθυσμών και η κατάληψη των ανατολικών μικρασιατικών υψιπέδων αποτέλεσε το αποφασιστικό έρεισμα των Τούρκων για τη σταδιακή κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Με την κατάκτηση της ορεινής, απρόσιτης και γεωφυσικά προστατευμένης ανατολικής μικρασιατικής ενδοχώρας, οι Τούρκοι απέκτησαν ένα φυσικό οχυρό και ορμητήριο από το οποίο μπορούσαν να σαρώνουν με επιδρομές τη δυτική και τη βόρεια Μικρά Ασία και την πεδινή Κιλικία, να ερημώνουν αυτές τις περιοχές και να τις εποικίζουν βαθμιαία με Τουρκομάνους. Η κατάκτηση της περιοχής αυτής το 1071 μ.Χ. από τους Σελτζούκους, μετά τη μάχη του Μαντζικέρτ, σε συνδυασμό με τους πολλούς εσωτερικούς παράγοντες παρακμής της Αυτοκρατορίας, οδήγησε στη σταδιακή απώλεια της Μικράς Ασίας και εντέλει όλων των βυζαντινών εδαφών. *O Περικλής Δεληγιάννης είναι πολιτικός μηχανικός ΕΜΠ, γεννήθηκε και κατοικεί στην Αθήνα και ασχολείται συστηματικά με την ιστορική έρευνα και συγγραφή. Έχει δημοσιεύσει αρκετές ιστορικές μελέτες, ένα ιστορικό μυθιστόρημα και αρκετές δεκάδες άρθρα σε περιοδικές εκδόσεις ιστορικού περιεχομένου (ιστορία εικονογραφημένη, ιστορικά θέματα κ.α.). |